ΜΙΓΚΛΗ ΜΑΡΙΑ - ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΜΙΓΚΛΗ ΜΑΡΙΑ

Share This

ΜΙΓΚΛΗ ΜΑΡΙΑ


Ονομάζομαι Μαρία Μίγκλη .
 Γεννήθηκα στη Ρόδο στις 8/12/92 όπου και κατοικώ μόνιμα .
 Είμαι τελειόφοιτη νοσηλεύτρια και επίσης έχω κάνει σπουδές πάνω στην αισθητική. 
Για εμένα η τέχνη της γραφής είναι ένα καταφύγιο , ένας τρόπος να εκφράζω εικόνες μέσα από το μυαλό και τη ψυχή μου , κάτι το οποίο ακολουθώ με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Ως έφηβη δημοσίευσα ποιήματα σε εφηβικά περιοδικά . Ένα εξ αυτόν είναι “το καρό πουκάμισο” .
Σε ηλικία 19 ετών έλαβα μέρος στο λογοτεχνικό διαγωνισμό του κέντρου Νίκος Κάσδαγλης με το διήγημα “Κι όμως , σε γνώρισα πριν μέρες” . Μια ιστορία κατά την οποία χτίζεται ο πλατωνικός έρωτας δύο άγνωστων ανθρώπων.
 Το 2014 , μετά από τέλος των αρχικών μου  σπουδών συμμετείχα στη Συλλογή των εκδόσεων  ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΡΕΤΑΣ , ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΔΩΔΕΚΆΝΗΣΑ , με το διήγημα “Ένα λουλούδι πριν φύγεις” . Ένα πολεμικό διήγημα στο οποίο διασταυρώνονται δυο παράνομοι έρωτες. 
Το 2016 κάνω τα πρώτα μου βήματα στη νοσηλευτική και συμμετέχω στον Πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης με το ποίημα “Μνήμη”. 
Το 2018 διακρίθηκα στην ένατη απο τις είκοσι θέσεις του διαγωνισμού συλλογής διηγημάτων ΡΟΔΟΣ , ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ , των εκδόσεων i-write με το διήγημα “Το άγρυπνο της Βλέμμα.” Σε αυτή την ιστορία μια νοσοκόμα της μεταπολεμικής περιόδου δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη ενός Βετεράνου στρατιώτη που γνώρισε στο μέτωπο του Αλβανικού.
Πλέον , συμμετέχω στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΌ ΒΉΜΑ , με ιστορίες καθώς και ποιήματα . 
 Είμαι λάτρης πολλών ξένων και Ελλήνων συγγραφέων/ ποιητών .Ορισμένα από τα μεγάλα παγκόσμια πρότυπα μου είναι : o Λέων Τολστόι , ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και η Τζέιν Όστιν και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ .
Στόχος μου είναι να εμπλουτίσω τις ιδέες μου ,μέσα από τις εμπειρίες της ζωής και την  ανάγνωση  ώστε να δώσω ουσία σε οτιδήποτε μεγάλο ή μικρό γράψω.



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΕΡΓΑ 

ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΓΚΛΗ



Το άγρυπνό της βλέμμα
Ρόδος 1952



Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, ο φθινοπωρινός ουρανός είχε ήδη κρεμάσει τις νεφέλες στο γαλάζιο του ένδυμα. 
Η Όλγα ξυπνούσε από νωρίς για να μυρίσει τα κίτρινα φύλλα, που έφτιαξαν ένα παχύ στρώμα στην αυλή του σπιτιού της. Βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και ήταν αρκετά μεγάλο και για τους δύο. Για εκείνη και το μικρό της γιo Ανδρέα. Δεν υπήρχε γέννα, ασθένεια ή θάνατος που να μην έδινε το παρόν. Γιατί ήταν αυτή που όλοι αποκαλούσαν "νοσοκόμα του πολέμου" . 
Από πολύ νωρίς σήκωσε στους ώμους ένα χρέος  που γνώριζε ότι δεν τελειώνει. Και δεν ζήταγε τίποτα , εκτός από την ευτυχία που τόσο σπάνια μπορούσε να νιώσει. Σήμερα άνοιξε το παράθυρό της και πρόσεξε το γαλανόγκριζο χρώμα του ουρανού. Βουβός, μα η σιωπή του σκόρπαγε στον κόσμο ανατριχίλα. "Κάτι θα γίνει. Το αισθάνομαι ." Αμέσως πήγε στην διπλανή κάμαρα . Φίλησε τον Ανδρέα που ακόμα κοιμόταν και βγήκε στην αυλή παίρνοντας μαζί της ένα βιβλίο. Ίσως να είχαν περάσει λίγα λεπτά, μισή ώρα ή μια ολόκληρη. Το ελαφρύ τρίξιμο στην πόρτα την αφύπνισε. Στην αρχή έμοιαζε με γερμένος ίσκιος. Έπειτα ο ίσκιος έγινε ένας νέος άνδρας , στηριγμένος σε ένα μπαστούνι. 
"Καλημέρα, τι θα θέλατε;" Ο επισκέπτης κρατούσε ένα δώρο παραμάσχαλα για εκείνη. Δεν αποκρίθηκε, σαν να περίμενε να ακούσει κάτι ακόμα. Η Όλγα σηκώθηκε από την καρέκλα της και τον πλησίασε. Τίναξε τον ύπνο από τα βλέφαρα της βιαστικά. Η ψηλή του κορμοστασιά ήταν βέβαια γνώριμη. Και αυτό το πόδι που λύγιζε ελαφρά την γύρισε αρκετά χρόνια πίσω. Ένιωθε πως στεκόταν πάλι μπροστά σε εκείνο το κρεβάτι. Στεκόταν ακόμα και της ώρες που κείτονταν ναρκωμένος. Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι. "Κάθισε Μανώλη. Ναι , ακόμα θυμάμαι το όνομα σου." Ο Μάνος Χατζησταυρής κάθισε με κόπο σε μια πολυθρόνα. Αμέσως πρόσεξε την φωτογραφία στον απέναντι τοίχο. "Αυτός είναι ο Ανδρέας. Έδωσα το όνομα του στο γιό μας." Ο Μάνος της έγνεψε. " Λυπάμαι πολύ." Απέμειναν ακίνητοι. Στο καθιστικό ηχούσε μόνον ο χτύπος από το εκκρεμές. Υπήρχε μια πικρή ιστορία πίσω από τον χαμένο χρόνο. Η κατοχή εγκλώβισε εκείνον και άλλους ακόμα στην πρωτεύουσα. Κλείστηκε ανήμπορος σε ένα διαμέρισμα περνώντας τον καιρό του στην αδράνεια. Ενίοτε προτιμούσε να τελειώσει την ζωή του, παρά να ζήσει σαν ανάπηρος . Αυτό δεν της το αφηγήθηκε ποτέ ωστόσο. το 1948 επιστρέφοντας την αναζήτησε χωρίς αποτέλεσμα. Πλέον ζούσε σε ένα εξοχικό στον Προφήτη Ηλία, μακριά από τον κόσμο. Η Όλγα έσπασε τη σιωπή της λίγα λεπτά αργότερα. Δεν μπορούσε να αντέξει εκείνο το ρίγος στην πλάτη. Του ζήτησε να μείνει για φαγητό . Ίσως να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά . Εκείνος απορροφημένος από το δροσερό και ανέγγιχτο πρόσωπο της , θα έλεγε πρόθυμος " ναι " σε ότι κι αν ζήταγε. Έφαγαν μαζί . ίσως να κοίταξε τον Ανδρέα πάνω από χίλιες φορές. Ήταν μόνο έξι χρονών . Κάποια στιγμή σφούγγιζε τα χείλη στην πετσέτα του. "Πρέπει να φύγω. Το αυτοκίνητο με περιμένει έξω." εξήγησε . Η Όλγα τον συνόδεψε ως την πόρτα. Εκείνος στάθηκε προσοχή μπροστά της. Η οικοδέσποινα αναγνώρισε το κύρος που ο επισκέπτης της είχε ανέκαθεν. Τίποτα δεν μπορούσε να του το στερήσει.
 "Θέλω να σε ευχαριστήσω. Έχω σχεδιάσει μια εκδρομή, για εσένα και τον Ανδρέα. Αν θέλεις θα περάσω αύριο το πρωί. Στις δέκα;"
"Χαρά μου θα ήταν." Ο επισκέπτης, της φίλησε το χέρι και της ξύπνησε μέσα της εκείνη τη χαμένη έγνοια. Το γλυκό πιοτό που η ψυχή είχε τόσο νοσταλγήσει.
Το βράδυ έφτασε. Τα φώτα στο σπίτι έσβησαν. Η Όλγα τυλίχτηκε ήρεμη στα φρέσκα σεντόνια. Έσβησε το λαμπατέρ και το δωμάτιο λούστηκε από το φώς του φεγγαριού. Τα βλέφαρα της έκλεισαν . Τότε μια βαριά ανάσα ακούμπησε το σβέρκο της. Κάποιος έσκουζε μέσα στη νύχτα. Κάντε κάτι. Πονάω. Πονάω σας λέω. Μια πονεμένη κραυγή την έκανε να τιναχτεί από το στρώμα. 
Έτρεξε σαν τρελή έξω, ψάχνοντας να βρει από που ήρθαν οι φωνές. Παραπατούσε πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, γυρεύοντας εκείνη τη φωνή. Όταν κατάλαβε πως ήταν μια παραίσθηση ησύχασε. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού όπου τελικά την πήρε ο ύπνος. 
Η νέα μέρα έλαμψε με τα ωραία της χρώματα.
Στις δέκα το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι. Ο οδηγός κόρναρε. Ο Μάνος φώναξε από το κάθισμα του συνοδηγού. "Άντε παιδία . Βιαστείτε." Οι καλεσμένοι μπήκαν μέσα φέρνοντας μαζί ένα καλάθι με φαγητά. Η Όλγα έπιασε τον Μανώλη να γελά σκυφτός στο σακάκι του.  Σε λιγότερο από μια ώρα το αυτοκίνητο στάθμευσε σε ένα τοπίο με καρποφόρα δέντρα.  Ο Ανδρέας είδε ένα πλακόστρωτο σιντριβάνι που στα νερά του κολυμπούσαν κόκκινα ψάρια. Ο Μάνος τον αγκάλιασε και τον βοήθησε να κοιτάξει μέσα. Η Όλγα άκουσε ένα ελαφρύ τρίξιμο στα δέντρα. Έπειτα το τρεχάμενα νερό. Ύστερα το τραγούδι ενός πουλιού. Και όλα μαζί έγιναν μουσική στα αυτιά της. 
Ο Μάνος πλησίασε ξύνοντας το μπαστούνι στο έδαφος. "Αυτή είναι η Ελεούσα". Έστρεψε ελαφρά το μπαστούνι προς το σιντριβάνι. "Εδώ έκανε μπάνιο ο Μουσολίνι και εδώ πιο κάτω είναι το Σανατόριο." Η νεαρή γυναίκα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Της θύμισε έντονα πως γνωρίστηκαν σε ένα θάλαμο που τα αισθήματα δεν μπορούν να αναπνεύσουν. Ο Μάνος της άπλωσε το χέρι και την προσκάλεσε σε έναν περίπατο. Ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε. Το Ιταλικό χωριό, που θα μπορούσε κανείς να το δει σαν μια γειτονιά, κοσμούσαν επίσης λίγα σπίτια και η καθολική εκκλησία. Ανάμεσα τους περιστοιχίζονταν τα δέντρα της μικρής πλατείας. 
Ο Μάνος ζήτησε από τον οδηγό του τον Αιμίλιο να προσέχει τον Ανδρέα. Είχε την μεγάλη επιθυμία να περπατήσει στο πλάι της μητέρας του. Κατευθύνθηκαν δυτικά του χωριού στη δασωμένη περιοχή. "Είσαι χλωμή ..." "Χθες θυμήθηκα ορισμένα πράγματα", ομολόγησε εκείνη. Ο συνοδός της κοίταξε στο κενό , με κρυφή υπερηφάνεια στο βλέμμα. "Κάποτε ήσουν άτρωτη." Κάποια στιγμή το βήμα του έπαυσε . Ύψωσε το ραβδί του προς την κορυφή ενός δέντρου. Ευθύς μια πέρδικα πέταξε μέσα από τα πυκνά κλαδιά του. Η Όλγα έβγαλε μια κραυγή. Ύστερα γέλασε. "Δεν είναι η κατάλληλη εποχή." 
Ο νεαρός άνδρας συνέχυσε να βαδίζει και να την παρασέρνει. "Τα πιο ωραία πράγματα, γίνονται στη λάθος εποχή." Η απάντηση του την άφησε με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν μπροστά σε μια πανάρχαια εκκλησία . Η γυναίκα περίεργη τράβηξε το λουκέτο και μπήκανε. Ο χώρος ήταν σκιερός, μόνο λίγο φώς έρεε από ψιλά στο μικρό παράθυρο του τρούλου. Μια ροή τόσο αρμονική , που έκανε το γοητευμένο πρόσωπο της να σεργιανήσει στους τοίχους . Πόσο όμορφα και εκκωφαντικά γιόρταζε η σιωπή ανάμεσα στις πέτρες. Μέσα σε αυτή τη γιορτή ο Μάνος την αιφνιδίασε και σφράγισε το γελαστό της στόμα. Κι ας είχαν χείλη απαίδευτα και ανέραστα. Ας είχαν όλα αυτά που τους κυνηγούν. Η Όλγα τον έσπρωξε και τράβηξε προς την πόρτα. " Που πάς;" "Στο γιό μου." Προχώρησε έξω και ήταν σαν να ξαναζούσε μετά από χρόνια. 
Την ακολούθησε ως το αυτοκίνητο . Η απογοήτευση έγινε πίκρα στο στόμα, όμως μέσα στο βλέμμα η ελπίδα τρεμόπαιζε. Ο Ανδρέας ήρθε και τον άρπαξε από το μανίκι. Τον ρώτησε που αλλού θα πάνε, χωρίς να πάρει απάντηση.  
Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα. Το πρωί της Δευτέρας ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα στην πόρτα της. Το πήρε με μελαγχολική έκφραση και τον ευχαρίστησε. Κάθισε στην κουνιστή καρέκλα της και το άνοιξε . "Προτού αναρωτηθείς τι μπορεί να σου προσφέρει ένας σακάτης, σου ζητάω να σκεφτείς με όση καρδιά έχεις. Σε ερωτεύτηκα, σε θαύμασα και σε μυήθηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα . Κάθε βράδυ ξαπλώνω στο στρώμα μου, περιμένοντας τα δικά σου βήματα. Ζω για τη στιγμή που θα έρθεις, να αγρυπνήσουμε μαζί. Θέλω μια ευκαιρία, να σου ξεπληρώσω τις ώρες που έδιωχνες την αγωνία και το φόβο μου. Να δώσω στο γιο σου ένα πατέρα  για να ζήσει με ευπρέπεια σε αυτόν τον κόσμο. Να σε διεκδικήσω. Προτού ο χρόνος μας κρύψει στη σκόνη".
Η Όλγα δίπλωσε το γράμμα νιώθοντας τον άτσαλο σφυγμό της. Τα μάτια της έσταζαν από έρωτα και ευφορία. Περιφέρθηκε για αρκετή ώρα στο σπίτι. Θυμόταν να γράφει ταχτικά στον πατέρα της και να του ζητά να μαζέψει φάρμακα από τα πιο εύπορα χωριά της Ρόδου. Ακόμα και αυτό το μπαστούνι που τόσο φοβόταν να βλέπει, ήταν ένα δώρο που άφησε γελαστή στο κρεβάτι του Μάνου. "Αυτό στο στέλνει ο πατέρας μου . Είναι από κόκαλο ελέφαντα."
Κάποτε στάθηκε μπροστά στην φωτογραφία του Ανδρέα. Την κοίταξε αποφασισμένη σαν να τον είχε πάλι μπροστά της. "Θα ξανάρθει." Το απόγευμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. Ένας δυνατός άνεμος έσερνε τα καινούργια φύλλα στην αυλή. Περπάτησε επάνω τους ξυπόλυτη και έριξε το βλέμμα της στο δρόμο. Φάνταζε τόσο όμορφη αυτή η αναμονή, που θα περίμενε. Θα περίμενε όσο χρειαστεί. 
  


Η ΑΠΟΛΟΓΊΑ ΕΝΌΣ ΈΡΩΤΑ


Από την κορυφή ενός λόφου, κοιτάζω τα αγριόχορτα που οδηγούν κατηφορικά στο παλιό μας σπίτι. Ο κόσμος είναι αλλιώς κάτω από το χρυσάφι του ηλίου , μέσα στα πεύκα και τις βελανιδιές. Και αυτά τα διάσπαρτα αγριόχορτα , νιώθω να μου τρυπάνε ακόμα το πόδια κάτω από το φουστάνι μου , όπως κάθε φορά που περπατούσα ανάμεσα στην αγριάδα και την  λεβάντα .Χανόμουν στα δάση και μετά από ώρες γύριζα για να ακούσω τις συμβουλές της μητέρας σου. 
Εγώ ήμουν άπλα μια παρακόρη.

Ήθελα η ζωή μου να ήταν γαλήνια. Να μπορώ να ξυπνάω και να σε βλέπω. Με αγαπούσες, αυτό σκέφτομαι όπως κοιτάζω από το ύψωμα.  Ήμασταν τρεις ψυχές,  μονιασμένες και αχώριστες , μέχρι που εκείνο το καλοκάιρι  κάποιος γνωστός έριξε το βλέμμα του επάνω μου. Κάθε φορά που καθόταν στο τραπέζι κάτω από τις κληματαριές , εκείνη φρόντιζε να μη βρίσκεσαι εκεί.Όμως μια μέρα απρόσμενα γύρισες , για να τον δεις καθισμένο δίπλα μου. Δίχως λόγια , μπήκες στο σπίτι για να ζητήσεις κάποια εξήγηση. Το βράδυ εκείνο ξαγρύπνησα , μα όπως η νύχτα διέσχιζε τον κόσμο στο παράθυρο μου , άξαφνα βρέθηκες διπλά μου. Έτσι απλά έγινες ο σωτήρας μου .
 Ο υπερασπιστής μου...

Με αγαπούσες. Το έβλεπα στο γέλιο σου και προσέμενα να το πει η φωνή σου.
Μα ξαφνικά μια μέρα , ο πυρετός σε κατέλαβε και μια άγνωστη αρρώστια σε πήρε από εμένα . Τότε βρέθηκε πάλι ξωπίσω μου, ο κυνηγός μου . Το επόμενο βράδυ έφυγα κρυφά από το σπίτι . Αγάπη μου...Πέρασε πολύς καιρός .Το σώμα σου με φέρνει και με κρατά πάλι εδώ . Το άρωμα της λεβάντας σκορπίζει μεθυστικό τώρα που ο ήλιος δύει.
Αιθέριο , μες τη νοσταλγία μου σε φέρνει πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Pages