ΖΑΡΑΡΗΣ Π. ΛΑΣΚΑΡΗΣ
Ο Λάσκαρης Π. Ζαράρης γεννήθηκε στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας το 1969. Σπούδασε Οδοντοτεχνική στην Ιδιωτική Σχολή Παραϊατρικών Επαγγελμάτων «ΠΑΣΤΕΡ» Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε εξ’ αποστάσεως προγράμματα συμπληρωματικής εκπαίδευσης στη Δημιουργική Γραφή και στη Διαπαιδαγώγηση στην Παιδική και Εφηβική ηλικία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 2000 εργάζεται ως εξωτερικός φρουρός στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κασσαβετείας και το ενδιαφέρον του για τη συγγραφή τον έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα στην έκδοση δύο ποιητικών βιβλίων (αυτοεκδόσεις), τριών βιβλίων για παιδιά και μίας συλλογής σύντομων ιστορικών πεζογραφημάτων (στον τοπικό Εκδοτικό Οίκο του Βόλου: «Ήρα Εκδοτική»). Το παιδικό του μυθιστόρημα: «Το νησί και το αθάνατο νερό» βραβεύτηκε ως ανέκδοτο έργο από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το έτος 2010.
Είναι τακτικός συνεργάτης των λογοτεχνικών περιοδικών: «Νέα Αριάδνη», «Πνευματική Ζωή», «Κελαινώ», «Μουσών Μέλαθρον» και δραστηριοποιείται συγγραφικά στο διαδίκτυο, όπου αρθρογραφεί και παρουσιάζει κριτικές βιβλίων. Μέχρι τις 7 Μαρτίου 2019 έχει γράψει συνολικά 59 κριτικά δοκίμια (κριτικά σημειώματα και κριτικές παρουσιάσεις) για τους ποιητές: Θεόδωρο Σαντά, Μαρία Σκουρολιάκου, Νίκο Μπατσικανή, Χρυσούλα Μαστοροδήμου, Αναστασία Καλλία, Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου, Γιάννη Διογένη, Μαρούλλα Πανάγου, Μαρία Γ. Τζανάκου, Ρένα Τζωράκη, Νίκο Κυριακίδη, Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη, Χάρη Μελιτά, Δήμητρα Καραφύλλη, Θάνο Αθανασόπουλο, Κωνσταντίνο Παρδάλη, Κατερίνα Βεργετάκη, Νίκη Βλάχου, Άθω Χατζηματθαίο, Νίκη Ταγκάλου, Δρ. Γεώργιο-Κάρολο Μ. Τσιλεδάκη, Μαρία Τζίκα, Δημήτρη Α. Δημητριάδη, Άννα Ζαράρη, Μίκα Μαυρογιάννη, Μαρία Πασχαλίδου, Χρύσα Ι. Μαρδάκη, Καλλιόπη Κ. Πασιά, Ζωή Μακρονάσιου, για τους πεζογράφους: Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη, Μαρία Αρφέ, Κώστα Θερμογιάννη, Άθω Χατζηματθαίο, Χάρη Μελιτά, Ιωάννα Γκανέτσα, Θόδωρο Καλαμπούκα, Γιάννη Φαρσάρη, Σοφία Κανταράκη, Μαρία Μητσιούλη και για τους συγγραφείς παιδικών και εφηβικών βιβλίων: Γιώτα Κούγιαλη, Διονύση Λεϊμονή, Έλενα Νταβλαμάνου, Αργυρώ Μουντάκη, Ελένη Μυλωνά-Χατζημιχαήλ, Μάρω Αισώπου, Φωτεινή Βασιλείου, Βασίλη Κουτσιαρή.
Ως μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού κι εφηβικού βιβλίου και της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών έχει πραγματοποιήσει αρκετές εισηγήσεις, ομιλίες και δράσεις με σκοπό την προώθηση της φιλαναγνωσίας. Από το 2008 μέχρι σήμερα έχει βραβευτεί επανειλημμένα από Φιλολογικούς Συλλόγους, Ενώσεις Λογοτεχνών, Πολιτιστικές Εταιρείες και Λογοτεχνικά Περιοδικά σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε διαφορετικά είδη του λόγου: ποίηση, διήγημα, δοκίμιο, νουβέλα, παιδικό μυθιστόρημα και μυθιστόρημα ενηλίκων. Έχει διατελέσει μέλος κριτικών επιτροπών αξιολόγησης σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς Ποίησης, Διηγήματος, Παραμυθιού και Δοκιμίου.
Έργα του:
- Ποιητικό βιβλίο: «Παράθυρο στα όνειρα» (αυτοέκδοση), Αλμυρός Μαγνησίας, 2010.
- Παιδικό μυθιστόρημα: «Το νησί και το αθάνατο νερό», Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2012.
- Συλλογή σύντομων ιστορικών πεζογραφημάτων: «Η θάλασσα που μας ενώνει», Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2013.
- Εικονογραφημένη ιστορία για παιδιά: «Μία σημαντική αποστολή»,Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2013.
- Διπλή ποιητική συλλογή: «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη» (αυτοέκδοση), Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας, 2015.
- Ταξίδι γνώσεων για παιδιά, με θέμα την προϊστορία: «Τα Μυστικά της Θεόπετρας», Δυάς Εκδοτική, Πειραιάς, 2015.
Συμμετοχή σε ανθολογίες με ποιήματα και διηγήματα:
1) «Ποίηση και Ζωγραφική», Υδρόγειος, Θεσσαλονίκη, 2009.
2) «Επιστολή Αγάπης» και «Διηγήματα - Παιδική Λογοτεχνία - Ποιήματα», Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Διοτίμα και Μούσες», Βόλος, 2011.
3) Ανθολογία Ποίησης – Διηγήματος (Ζ΄ Τόμος: Σύγχρονοι Έλληνες Λογοτέχνες με αφιέρωμα στη Θεσσαλία), Πολιτιστική Συνεργασία, Αθήνα, 2011.
4) Έκδοση της Αμφικτυονίας Ελληνισμού για τον Γ΄ Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό με θέμα: «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο», Θεσσαλονίκη, 2012.
5) Ανθολογία: «Αλμανάκ, Βραβείων Ανθός 2011, Σειρά: Σύγχρονοι Έλληνες Δημιουργοί», εκδόσεις Ίανθος, Σαλαμίνα, 2012.
6) Λεύκωμα: «Όταν η Ποίηση συναντά… τη ζωγραφική», έκδοση του Δημοτικού Οργανισμού Εκπαίδευσης Δήμου Βόλου, Βόλος, 2012.
7) Ψηφιακό βιβλίο (e-book) με θέμα: «Το ταξίδι ενός χαρτονομίσματος», Εκδόσεις Σαΐτα, 2013.
8) Συλλογικό έργο: «Βιογραφικό Λεξικό Ελλήνων Συγγραφέων», εκδόσεις Ωρίωνας, Θεσσαλονίκη, 2013.
9) Δοκιμιακή μελέτη και Ανθολογία της Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη: «Ο Ελληνικός Στίχος» (και η εξέλιξη του από τον 10ο αιώνα μέχρι σήμερα), εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2014.
10) «Ανθολόγιο Ποιήσεως», εκδόσεις Όστρια, Αθήνα, 2015.
11) Άλμπουμ της Ομαδικής Διεθνούς Έκθεσης Τεχνών (Cosmos-ΓΗ-ΟΥΡΑΝΟΙ), Θεσσαλονίκη, 2015.
12) «Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2015», (Ετήσια Λογοτεχνική Έκδοση) του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος, Θεσσαλονίκη, 2015.
13) «Εγκυκλοπαίδεια Γραμμάτων και Τεχνών», έκδοση της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, 2015.
14) Ανθολόγιο ποίησης (Ημερολόγιο 2016) «Αχ! Έρωτα…» των εκδόσεων Βεργίνα, Αθήνα, 2015.
15) Ανθολόγιο ποίησης (Ημερολόγιο 2017) «Αχ! Έρωτα…» των εκδόσεων Βεργίνα, Αθήνα, 2016.
16) «Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2016», (Ετήσια Λογοτεχνική Έκδοση) του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος, Αθήνα, 2016.
17) Ανθολογία διηγημάτων του εργαστηρίου γραφής στο Βόλο «Γραφής Tαξίδια…» των εκδόσεων Βάρφη, Θεσσαλονίκη, 2017.
18) Ανθολόγιο ποίησης (Ημερολόγιο 2018) «Αχ! Έρωτα…» των εκδόσεων Βεργίνα, Αθήνα, 2017.
19) «Λογοτεχνική Χρονιά 2018», έκδοση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.), Αθήνα, 2018.
20) Ανθολογία διηγημάτων του εργαστηρίου γραφής στο Βόλο «Ιστορίες Γραφής», εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη, 2018.
Ο ήλιος άγγιζε δειλά-δειλά το βουνό Μπακιρλή στη χερσόνησο της Σωζόπολης. Ο ολοκόκκινος δίσκος χαμογελούσε με τις πρώτες ακτίνες του, παίζοντας στ’ ανοιχτά με την κορμοστασιά του φάρου, τη σκοτεινιά του ουρανού, τους σκούρους βράχους που αποζητούσαν το πρωινό άγγιγμα της θάλασσας.
Η Μαύρη Θάλασσα, η «μητριά των ναυτικών» -όπως έλεγαν οι ντόπιοι-, έχει μια γοητεία το ξημέρωμα. Ξαλαφρώνει το μυαλό του ανθρώπου απ’ τις έγνοιες προσφέροντας αισιοδοξία, παρόλο που αυτές οι πρώτες ώρες κυλούν μακριά απ’ τα όρια του νυχτερινού ύπνου και του ονείρου.
Ήταν σκληραγωγημένος άνθρωπος. Μαυρισμένος απ’ τον ήλιο, με τα λαμπερά μάτια και τις ζάρες στο πρόσωπο, ένιωθε το αναζωογονητικό φύσημα του ανέμου σαν χάδι γοητευτικής γυναίκας. Εκείνος έφερνε τη δροσιά των αιωνόβιων δέντρων του βορρά και τις μυρωδιές των θαλασσινών πολιτειών• της Οδησσού, της Κωστάντζας, της Βάρνας και του Πύργου, για ν’ αναπαυτεί στις όμορφες οροσειρές του Αίμου και της Ροδόπης.
Αχ, πόσο θα ήθελε να ταξιδέψει! Δεν ήταν όμως θαλασσινός και είχε δεθεί μ’ αυτή την καρποφόρα γη. Του άρεσε να στρέφει το βλέμμα του συχνά προς το νότο, με τη φαντασία του ν’ αγγίζει τη θάλασσα του Μαρμαρά και την αιώνια Πόλη• το κέντρο κάποτε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Έβαλε το κασκέτο του και πήρε μια ανάσα. Κοίταξε τους λευκούς λόφους• διακρίνονταν αχνά από το άνω μέρος της πόλης. Έμοιαζαν με ανθρώπους που άρχιζαν να κινούνται, καθώς ξεχώριζαν απ’ το σκοτάδι κι έσμιγαν με το φως.
«Αυτές είναι οι ελπίδες μου», σκέφτηκε.
Η μοίρα τού είχε γραμμένο να παλεύει όλη τη μέρα με αυτούς τους άσπρους σωρούς. Η Ανατολική Ρωμυλία όφειλε την αυτονομία της, κατά κύριο λόγο σ’ αυτό το φυσικό προϊόν, το αλάτι, με το οποίο την είχε προικίσει ο Θεός, το καλύτερο αλάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.*
Οι αλατόλοφοι έθρεφαν όλη την οικογένειά του, την κυρά Σμαράγδα, τον μικρό Νικολάκη, τη μικρή Μαρία κι ο Διαμάντης, παρόλο που γνώριζε πως ο ήλιος φέρνει μαζί του τη σκληρή μέρα και τους κόπους του, απολάμβανε το χάραμα παρατηρώντας σ’ όλη της την έκταση την αλατούχο λίμνη, που χωριζόταν από τη θάλασσα με μια στενή λωρίδα γης. Αυτή η λιμνοθάλασσα σχηματίστηκε κάποτε από τα θαλάσσια ρεύματα, καθώς παρέσυραν τεράστιες ποσότητες άμμου, ώστε να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα.
Το σπίτι του ήταν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στην αρχή της πόλης. Κάθε πρωί φορούσε το άσπρο του πουκάμισο, το μαύρο του φαρδύ παντελόνι, το γυρισμένο σε δίπλες κάτω από το γόνατο, και τα ξασπρισμένα δερμάτινα παπούτσια του. Έπαιρνε από την κρεμάστρα το μακρύ ζωνάρι -που είχε υφάνει η γυναίκα του στον αργαλειό-, και το έφερνε με επιμέλεια πολλές γυροβολιές γύρω από τη μέση του, μέχρι να δέσει τις άκρες του σε γερό κόμπο. Ύστερα, περνούσε τη φραγή* της αυλής κι έβγαινε να περπατήσει με λαχτάρα στους στενούς δρόμους. Κατεβαίνοντας προς τις αλυκές, περνούσε δίπλα από τους αμπελώνες του Παλιόκαστρου και τους ανεμόμυλους και θαύμαζε την ομορφιά τους.
Εκεί αναπολούσε τις μέρες που συμμετείχε σε μία ομάδα με τους πιο μεγαλόσωμους κατοίκους της πόλης, επιδιώκοντας την ενίσχυση της λιμνοθάλασσας, με την κατασκευή μιας δέσης, μήκους ενός χιλιομέτρου, μα τότε ήταν πολύ νέος, το ’λεγε η καρδιά και η ψυχή του. Όχι, πως δεν μπορούσε τώρα να ολοκληρώσει μ’ επιτυχία ανάλογες εργασίες που απαιτούσαν δυνατά χέρια και ατσάλινη θέληση. Άλλωστε, την προηγούμενη μέρα, είχε μεταφέρει στα κάρα αμέτρητα σακιά με φρέσκο αλάτι. Τα είχε παρατάξει σε σειρές κοντά στις ξύλινες μαρίνες, όπου έδεναν τα ιστιοφόρα περιμένοντας την πολύτιμη πραμάτεια με χαρά. Όταν θα τελείωνε το φόρτωμα, τα πλοία θ’ αναχωρούσαν κι όλοι οι γεροδεμένοι εργάτες θα πήγαιναν στις αλυκές να συνεχίσουν τον καθημερινό μόχθο τους. Τα τελευταία χρόνια, πολλά από εκείνα έγιναν καρυδότσουφλα και βυθίστηκαν στ’ ανοιχτά της Αγχιάλου από κακή εκτίμηση των καιρικών συνθηκών. Από τότε δύσκολα έπαιρναν οι καπεταναίοι άδεια απ’ τον λιμενάρχη, να πλεύσουν με δυνατό αέρα και ιδίως με τραμουντάνα.
Εκτός απ’ τις απότομες αλλαγές του καιρού, κάτι που φόβιζε τους ψαράδες ήταν οι αναρίθμητες παγίδες, που κρύβονταν στις ακτές της Αγχιάλου. Έτσι, τα πρωινά ψαροκάικα διακρίνονταν διστακτικά με τα μυτερά τους ιστία, γιατί έπρεπε να ελιχθούν πρώτα ανάμεσα στις ξέρες -που δημιουργήθηκαν απ’ τα βυθισμένα τείχη της παλιάς, Βυζαντινής πόλης-, και να ξεπεράσουν την ορμή του γρέκο-λεβάντες, προσεγγίζοντας τις φιλόξενες ακτές της πόλης. Οι περαστικοί στην παραλία σήκωναν τα καπέλα τους, να τα χαιρετήσουν με ικανοποίηση, γιατί αυτά έφερναν τον πλούτο της θάλασσας τους.
Ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος ήταν οι μήνες της σοδειάς κι η δουλειά απαιτούσε μεγάλες αντοχές απ’ τον ίδιο. Οι φλέβες ήταν έτοιμες να πεταχτούν έξω απ’ το δέρμα των μπράτσων του. Χειριζόταν με μαστοριά το «λαγούτο»• ένα εργαλείο που έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο κουτάλι. Το κρεμούσε σ’ ένα ικρίωμα που το έλεγαν «λαβουτίστρια». Το έπιαναν από τη λαβή δύο-τρία άτομα και βουτούσαν το μπροστινό του μέρος στον κεντρικό αγωγό και μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο άδειαζαν το νερό σε φραγμένες περιοχές με σανίδια, που τις ονόμαζαν «τηγάνια», κι αυτό γινόταν, γιατί η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλότερη από εκείνα.
Ήξερε τους ανέμους τόσο καλά, όσο οι ναυτικοί. Ο μικρός Νικολάκης αναρωτιόνταν για τη στεναχώρια του πατέρα του, όταν εκείνος έβλεπε τον λίβα να ζυγώνει τις ακτές. Σήκωνε το κεφάλι του βαρύθυμος τότε κι έλεγε ανόρεχτα: «Αλισάχνη».
«Τι σημαίνει Αλισάχνη, πατέρα;», ρωτούσε με απορία το παιδί, που νόμιζε πως ήταν κάποια θαλασσινή νεράιδα, που τις ιστορίες της του είχε διηγηθεί η μητέρα του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί φόβιζε τόσο πολύ τον πατέρα του.
«Αλισάχνη, απαντούσε χαμηλόφωνα εκείνος, είναι το πολύ λεπτό αλάτι».
Ώσπου συμπέρανε πως η διάθεση του Διαμάντη πήγαινε παράλληλα με τους ανέμους. Τον είδε και πάρα πολλές φορές ευτυχισμένο, να γελά ασταμάτητα και να του εξηγεί: «Πότε πουνέντες, πότε λεβάντες. Αυτή τη βδομάδα οι αλυκές θα δώσουν το καλύτερο αλάτι. Χονδρόκοκκο!» και γυρίζοντας προς τα κάτω το δείχτη του χεριού του, έδειχνε το ακριβές του μέγεθος.
Τον χειμώνα, τις μέρες που ο καιρός αγρίευε, ο Διαμάντης ξεκουραόταν στο ξύλινο ανώι του σπιτιού του κι έλεγε ιστορίες στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Προσπαθούσε να τους μεταδώσει όλο το απόσταγμα της σοφίας του κι εκείνοι τον εκτιμούσαν για την εργατικότητα και την εξυπνάδα του. Έπλαθε μύθους για το «άλας της γης». Αλλά ο μύθος λίγο απείχε απ’ την πραγματικότητα. Εξηγούσε με λεπτομέρειες την επεξεργασία του αλατιού.
Η γυναίκα του διαμαρτυρόταν:
«Ώχου… Τι τους τα λες αυτά, χρυσέ μου; Τα παιδιά θα σπουδάσουν τις επιστήμες στην Κωστάντζα ή στο Βουκουρέστι. Αυτά τα όνειρα δεν κάνουμε μια ζωή ολόκληρη εμείς, που μείναμε ξύλα απελέκητα; Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει η επόμενη μέρα!».
«Μα δε βλάπτει, γυναίκα, να γνωρίζουν λίγα χρήσιμα πράγματα για τη δουλειά μου», απαντούσε εκείνος και συνέχιζε: «Η μόρφωση αλμυρίζει τη ζωή, την κάνει πιο νόστιμη κι ελκυστική».
Η γυναίκα του τον παρατηρούσε ευγενικά, που συνήθιζε να μιλάει σαν επιστήμονας, αν και ήταν μπανταράκ’ς, δηλαδή απλός άνθρωπος του λαού. Τελικά είχε δίκαιο εκείνη, γιατί κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει το αύριο.
Ο Διαμάντης ταξίδευε με την οικογένειά του για πρώτη φορά πάνω σε καράβι, χτυπημένος απ’ το μαχαίρι της επώδυνης προσφυγιάς. Τι ειρωνεία της μοίρας, τώρα που άφηνε πίσω τις στάχτες της αγαπημένης του πόλης! Γεμάτος παράπονο, που έχανε τις αλυκές, έγραφε στο ημερολόγιό του ό,τι τον δίδαξε η φύση κι η ζωή:
«Μ’ αυτό τ’ άλας προίκ’σε ο Θεγός ντη πόλ’ μ’, μ’ αυτό τ’ άλας πάντρεψα ντη κόρη μ’, μ’ αυτό τ’ άλας σπούδασα ντο’ ιο μ’».**
Ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Έφτασε στα χείλια του. Το γεύτηκε• ήταν τόσο αλμυρό, λες κι είχε συγκεντρώσει μέσα του όλη την αλμύρα των αναρίθμητων τόνων «λευκού χρυσού», που είχαν περάσει απ’ τα ταλαιπωρημένα του χέρια. Ο γερασμένος πια άντρας άφησε το δάκρυ του να καταλήξει πάνω στο χαρτί, σαν επισφράγιση όλων των ονείρων που έχασε την προηγούμενη μέρα, στις 30 Ιουλίου του 1906, με το κάψιμο της πόλης απ’ τους Βούλγαρους.
Στην καινούργια του πατρίδα, γι’ αρκετά χρόνια συνήθιζε να κατεβαίνει με τα πόδια απ’ το ψηλότερο σημείο της πόλης μέχρι την παραλία και να παίρνει βαθιές ανάσες, νιώθοντας στο μέτωπό του ακόμη το δροσιστικό αεράκι του βορρά, που αναπαύεται στις πλαγιές του πανέμορφου Αίμου και της Ροδόπης. Τρόμαζε ακόμη, όταν ο λίβας πλησίαζε τις ακτές. Άλλοτε έβλεπες την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τότε μονολογούσε: «Πότε πουνέντες, πότε λεβάντες».
Με τη φαντασία του εξακολουθούσε να βλέπει καθημερινά τους παλιούς χιονάτους λόφους. Έμοιαζαν με ανθρώπους που τεντώνουν τα χέρια τους για να ξεμουδιάσουν απ’ τον νυχτερινό ύπνο, στην επαφή τους με το φως της αυγής. Αυτή τη φορά, μάλιστα, του χαμογελούσαν νοσταλγικά.
* Κατά τον Βάρναλη της Βαλκανικής.
* Φραγή: Φράχτης.
* Κουμούλες: Σωροί.
** «Με αυτό το αλάτι προίκισε ο Θεός την πόλη μου, με αυτό το αλάτι πάντρεψα την κόρη μου, με αυτό το αλάτι σπούδασα τον γιο μου». Μεταφορά στην κοινή από γλωσσικό ιδίωμα (ντοπιολαλιά) της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου.
** Σημαντικές πληροφορίες αντλήθηκαν, όσον αφορά το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα από το βιβλίο «αχελινά» / Αθήνα 1986 και όσον αφορά τις αλυκές από το ανάτυπο του επιστημονικού περιοδικού συγγράμματος «Θρακικά», με τίτλο: «Τ’ αμπέλια, οι αλυκές και το ψάρεμα στην Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας» / Τόμος έβδομος / Αθήνα 1991-92, και τα δύο πονήματα του συγγραφέα κ. Γιώργου Π. Διονυσίου.
Ξενοδοχείο «Η Ευρώπη», σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί, όπου φως και σκιά ξεκαθαρίζουν τα αληθινά τοπία. Ούτε καν μια μικρή ατέλεια. Όλα κρύβονται κάτω απ’ τη βαθιά πολυτέλεια. Εκατοντάδες μεγιστάνες περνούν από δω με τα ακριβά τους ρούχα και τα φθηνά τους λόγια. Πάντα εκείνο το στρυφνό, ψυχρό, εχθρικό βλέμμα που σε κάνει να κομπιάζεις. Ο αγώνας για το φιλοδώρημα είναι μια καθημερινή έγνοια, που σε προετοιμάζει να ρέπεις συνεχώς σε υποκλίσεις.
«Καλημέρα σας, καλησπέρα σας. Πώς περάσατε σήμερα, κύριε Υπουργέ;».
Με τον καιρό άρχισα να νιώθω πιο βολικά με αυτή τη φυλή των ανθρώπων, την επίπλαστη υιοθετώντας μια πιο προσποιητή εικόνα.
«Έχω να σας προτείνω ένα φανταστικό μενού, ειδικά αν νιώθετε ιδιαίτερα κουρασμένος!».
Το χαμόγελο γλυκαίνει περισσότερο την υπόκλιση, την κάνει πιο υποφερτή.
Τ’ όνομά μου Αριστοτέλης -σερβιτόρος στο επάγγελμα- το οποίο κακόπεσε σε Τέλης για πιο εύκολη χρήση, προκειμένου ν’ αποφύγω τα πειράγματα και τα κωμικά ξεσπάσματα γι’ αυτή την ατυχή συνωνυμία με τον φιλόσοφο και τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο.
Ωστόσο, υπήρξαν κάποιοι που με σημάδεψαν με την προσωπικότητά τους. Ξεχώρισαν μέσα σε τόσους ανθρώπους και με τόσους περίτεχνους τρόπους. Τα τουριστικά επαγγέλματα είναι η μεγαλύτερη δεξαμενή εμπειριών, αν έχεις την έφεση να το εκμεταλλευτείς ή ταλέντο στην κολακεία για να αναρριχηθείς σε πιο επίδοξη θέση.
Το νησί, πόλος έλξης αλλοπρόσαλλων τουριστών, σου κόβει τη μιλιά με την ομορφιά του. Διαθέτει απίθανους ορμίσκους και φανταστικά ηλιοβασιλέματα. Τα σκάφη στη μαρίνα εντυπωσιάζουν με την πολυτέλειά τους. Ένα τοπίο όπου κάθε φροντίδα ατονεί κι η ξεγνοιασιά απλώνεται στα ηλιοκαμένα πρόσωπα σαν ασίγαστη επιθυμία.
Εγώ όμως, υπάρχω μες στον παράδοξο συρφετό της ποικιλίας έχοντας ανακαλύψει ένα μυστήριο να με κρατάει ζωντανό κι ασυγκράτητο. Εδώ και χρόνια διατηρώ ένα ημερολόγιο με τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες. Αναρίθμητες προσωπικότητες παλεύουν αενάως στη σκέψη μου, πριν ξεκαθαρίσουν ξαφνικά οι διαστάσεις τους. Η καταγραφή, μια διαδικασία, ένα ευφάνταστο κόλπο που αντισταθμίζει τη ρουτίνα με το μαγνητισμό της ιδιομορφίας, με τα πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά, τις πιο παράξενες κινήσεις, τις μεγαλύτερες ιδιοτροπίες πελατών, που ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στον ψυχισμό μου.
«Διαθέτεις απίθανο υλικό! Χάρη στην φιλοπεριέργεια που σε διακρίνει, κάνεις πιο ουσιαστικά βήματα στην αυτοτέλειά σου. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρέχεις νοηματική στήριξη στον βιοπορισμό σου, αντλώντας απ’ τη ζωή μεγάλη ευτυχία», μου είχε πει κάποτε ένας επίδοξος συγγραφέας.
Ανατρέχω συχνά στον κατάλογο με τα ονόματα, με τα στοιχεία, με τις πιο ωραίες εικόνες της ανάμνησης. Αποδρώ από τις αμήχανες ώρες, ενθουσιασμένος από τη συνοχή των στιγμών. Πάντα η ίδια μειλίχια αντίδραση σ’ όλες τις παράλογες απαιτήσεις: διατροφικές εκκεντρικότητες, πολιτικές κριτικές, που πρέπει να αντέχεις με υπομονή και να αποδέχεσαι.
Οι άνθρωποι του χρήματος και της αφθονίας σου ζητούν ό,τι πιο ασυνήθιστο μπορούν να διανοηθούν. Το κενό τους δεν καλύπτεται με κανένα γούστο. Κάποιοι βέβαια, ξεφεύγουν από τη θεωρία του αρπακτικού, γιατί δεν κυνηγούν τον πλούτο, αλλά αυτός τους κυνηγάει. Θαυματοποιοί της τύχης, εντελώς απρογραμμάτιστοι, ωστόσο επώνυμοι και πετυχημένοι. Όλοι έχουν κάτι να σου πουν, ειδικά αυτοί που έρχονται ξαφνικά και φεύγουν σαν κομήτες, περνώντας κάποιες μέρες ήσυχα και μόνοι.
Στον κατάλογο ένα μεγάλο κενό. Κάποια στερείται στοιχείων προσδιορισμού…Η πιο παράξενη παρουσία που με συνθλίβει με την τελειότητά της. Μια γυναίκα λιγομίλητη, επιβλητική και ταυτόχρονα αέρινη, συνδυασμός της τέλειας αντίθεσης σ’ ένα ομοιόμορφο σύνολο. Ποτέ δεν μπόρεσα να την ενθουσιάσω με την αλχημεία των τρόπων μου, να δημιουργήσω μία εύφλεκτη οικειότητα πέρα από τυπικότητες. Το πολύ-πολύ να εκτιμούσε την άψογη επαγγελματική μου στάση.
Αγνοούσε τελείως την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα εξωτερική μου εμφάνιση. Κορμί άπειρης δροσιάς, κρυμμένο σε μακριά φορέματα, μα κάτι στην έκφραση οδηγεί σε πόνο. Όψη αγέρωχη, μακριά μαλλιά, απέραντη γαλήνη που σε συνεπαίρνει! Κάτι αυθεντικό κι απέριττο ακτινοβολεί η μορφή της. Ο πιο σίγουρος δρόμος για τα όνειρα: ένα της βλέμμα, απομονωμένο να διασχίζει τη σιωπή. Ένας μορφασμός, μια λέξη που προσδοκάς ως αποκάλυψη. «Δεσποινίς Μαίρη», σαν τον αέρα άγνωστη, καμία νύξη, καμία πληροφορία, καθότι κλεισμένη στον εαυτό της κι απροσπέλαστη, δεν αφήνει κανέναν να διεισδύσει στον εσωτερικό της κόσμο. Εμφανίζεται πάντοτε την ίδια περίοδο, πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη. Ώσπου μια μέρα συνέβη το εξής απίθανο: η Μαίρη εντελώς ξαφνικά άλλαξε χαρακτήρα και συνήθειες, έκανε για πρώτη φορά εμφάνιση στην παραλία. Χωρίς μαγιό, άφησε κάτω τα ρούχα της κι όλος ο κόσμος γύρω της πελάγωσε, ο ανδρικός πληθυσμός τρελάθηκε. Πού πάει η σοβαρότητα κι η αξιοπρέπειά της; Καθόλου δεν την ενδιέφερε που προκαλούσε εκθέτοντας τη γύμνια της στο φιλοθεάμον κοινό. Το άσπρο, μαλακό της δέρμα παραδόθηκε απρόοπτα στον ήλιο! Μιλούσε σε όλους που την προσέγγιζαν, ώσπου κάποιοι καθιερώθηκαν μετά κόπων και βασάνων ως εραστές της. Όλοι ήθελαν να πάρουν μερίδιο απ’ το εξαίσιο αυτό πλάσμα, ακόμα και το αφεντικό της «Ευρώπης», που με τσάκωσε ν’ ανταποδίδω πονηρές ματιές στη Μαίρη.
Ωστόσο, απέφευγε συνεχώς τους εγχώριους: τα αρχαιοελληνικά αγάλματα, που πλάθονται μες στη σύγχρονη παλαίστρα• τα γυμναστήρια. Ούτε καν στους πιο ευφυείς, γνώστες των πραγμάτων ενέδιδε, λες και μολυσματικός ιός την είχε χτυπήσει, ν’ αποζητά σε ξένους τη στοργή και την ικανοποίηση. Αυτή η μεταστροφή της γυναίκας παραξένεψε τους πάντες, κι ακόμη τίποτα για την προέλευσή της. Ώσπου μια μέρα έσκασε η βόμβα!
Η Μαίρη κρατούσε από μεγάλη γενιά. Απόγονος της μεγάλης Λασκαρίνας Πινότση, της γνωστής ένδοξης Μπουμπουλίνας, Καπετάνισσας που πρόσφερε την περιουσία και τους γιους της στον αγώνα της απελευθέρωσης του Έθνους. Τη φαντάζομαι με περίσσιο θάρρος, να επιτίθεται στα κάστρα του Ναυπλίου, με αστραποβόλο βλέμμα, το χέρι έτοιμο στο θηκάρι. Οι αρετές του πιο γενναίου άνδρα μεταστοιχειωμένες σε μία γυναίκα, ενός λέοντα αγριεμένου με βαθιά γυναικεία φωνή, σπαρακτικής μάνας, που την πνίγει ο πόνος των παιδιών της για τον ξενικό ζυγό.
Από την άλλη, μία σύγχρονη εκδοχή της η Μαίρη, αντάρτισσα εκ φύσεως, ατρόμητη, δε φοβήθηκε να έρθει σε ρήξη με το οικογενειακό της περιβάλλον. Άτακτο παιδί αποτίναξε με μίσος όλη την αξιοπρέπεια του παρελθόντος, υποκύπτοντας σε εφήμερες απολαύσεις. Μήπως μια ξεπεσμένη μοίρα την υποβίβασε μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό των αλλόδοξων, των αλλόθρησκων, και των αλλόγλωσσων; Η Μαίρη πιεσμένη από το ηρωικό αλλά δυσβάσταχτο παρελθόν της, θα ’θελε ν’ ανοιχτεί σε νέες περιπέτειες, με άλλες ρυθμίσεις αυταπάρνησης, άλλα οράματα φωτεινά. Φήμες απλώθηκαν, πως τόσα χρόνια έκρυβε το αιθέριο της κορμί μ’ ένα τεράστιο τατουάζ στην πλάτη της• τη γαλανόλευκη σημαία.
Ξεθώριασε η ιδέα της Πατρίδας και του Έθνους κι η Μαίρη στέκει ωχρή μπροστά στον κίνδυνο του εκφυλισμού απ’ τους πολυπληθείς Ευρωπαίους εραστές, θαμώνες του πολυτελούς ξενοδοχείου «Η Ευρώπη». Αφυδατωμένη από ευγένεια κι εκλεπτυσμένους τρόπους, αντιμετώπισε την εθνική της μοναξιά με την ασυδοσία.
Η Μαίρη εκείνη την αποφράδα μέρα της αλλαγής της, έχασε αρκετά εκατομμύρια ευρώ στο Χρηματιστήριο των Αξιών, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, την παράδοση κι έτσι αλάφρωσε η σημασία της. Αχαλίνωτη, με τη χαύνωση και τη μέθη της απελευθέρωσης απ’ το στενό κλοιό της Πατρίδας, αρνήθηκε την ιερή της ταυτότητα, για ν’ αποδράσει απ’ τα σύνορα, ν’ ανοιχτεί στο αβέβαιο πέλαγος των Ευρωπαϊκών σαλονιών.
Προσπαθώ να τη συνεφέρω, να της πω έναν ενθαρρυντικό λόγο, πως η ζωή δεν είναι έτσι αλλά αλλιώς! Με κατηγορεί οπισθοδρομικό και πατριδοκάπηλο.
«Μιλάς για πράγματα που δεν πρέπει να μιλάς. Δε βλέπεις γύρω σου με την κοντόφθαλμη ηθική σου. Ο κόσμος αλλάζει…!».
Άχαρη εξέλιξη. Μου επιτίθεται και τα νύχια της με πληγώνουν. Εντελώς ασυγκράτητη ξεστομίζει βρισιές:
«Υπερφίαλε, Μεγαλοϊδεάτη, σπασίκλα των ατελείωτων εθνικών συνόρων. Με βασανίζεις με τις ανοησίες σου, με το εθνικόφρον σου μένος. Παρ’ το απόφαση, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω!».
Μεταχειρίζομαι το κίνητρο της προγονικής καταγωγής:
«Στη μνήμη της θαλασσινής Κυράς, της χαμένης Μπουμπουλίνας, αξίζεις μία επαναφορά».
«Άτιμε εθνεγέρτη…ταράζεις τον ύπνο μου… Πας να με ρίξεις!».
Η Μαίρη εκμαυλισμένη, με ψυχή πληγωμένη μέσα στη διαφθορά. Πιστή αναπαράσταση της ιστορίας της Ελλάδας, που μέσα της κοχλάζουν ήρωες και προδότες, αδιάφοροι ατομιστές.
«Μέσα απ’ την αλληλεπίδραση των πολιτισμών, θα αποδείξω την αυτοδυναμία μου», φωνάζει μετανιωμένη.
Τα μάτια της αρχίζουν να γεμίζουν ποθούμενα ιδανικά.
«Ελεύθερη θα αποκαταστήσω τα λάθη της ιστορίας, όταν καταφέρω να ξεφύγω από την καταπιεστική αγκαλιά των εραστών μου, που μου διοχετεύουν πρωτόγονα ήθη».
Πολλά σημάδια στο σώμα της Χώρας, της Ιστορίας. Χάσαμε την ακεραιότητά μας, αλλοιώσαμε τη φύση μας. Κι ώσπου να συνέλθει η Μαίρη και να παραδοθεί άνευ όρων στις πεποιθήσεις μου, θα προσφέρω πάντα φαγητό σε πλούσιους, στο πολυτελή ξενοδοχείο «Η Ευρώπη». Κι εκείνη θα μεσιτεύει το θάνατο της ύπαρξής μας, βυθίζοντας το μαχαίρι πιο βαθιά.
Οι απατημένοι, όμως συνέρχονται…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΖΑΡΑΡΗ Π. ΛΑΣΚΑΡΗ
Το αλμυρότερο δάκρυ
Ο ήλιος άγγιζε δειλά-δειλά το βουνό Μπακιρλή στη χερσόνησο της Σωζόπολης. Ο ολοκόκκινος δίσκος χαμογελούσε με τις πρώτες ακτίνες του, παίζοντας στ’ ανοιχτά με την κορμοστασιά του φάρου, τη σκοτεινιά του ουρανού, τους σκούρους βράχους που αποζητούσαν το πρωινό άγγιγμα της θάλασσας.
Η Μαύρη Θάλασσα, η «μητριά των ναυτικών» -όπως έλεγαν οι ντόπιοι-, έχει μια γοητεία το ξημέρωμα. Ξαλαφρώνει το μυαλό του ανθρώπου απ’ τις έγνοιες προσφέροντας αισιοδοξία, παρόλο που αυτές οι πρώτες ώρες κυλούν μακριά απ’ τα όρια του νυχτερινού ύπνου και του ονείρου.
Ήταν σκληραγωγημένος άνθρωπος. Μαυρισμένος απ’ τον ήλιο, με τα λαμπερά μάτια και τις ζάρες στο πρόσωπο, ένιωθε το αναζωογονητικό φύσημα του ανέμου σαν χάδι γοητευτικής γυναίκας. Εκείνος έφερνε τη δροσιά των αιωνόβιων δέντρων του βορρά και τις μυρωδιές των θαλασσινών πολιτειών• της Οδησσού, της Κωστάντζας, της Βάρνας και του Πύργου, για ν’ αναπαυτεί στις όμορφες οροσειρές του Αίμου και της Ροδόπης.
Αχ, πόσο θα ήθελε να ταξιδέψει! Δεν ήταν όμως θαλασσινός και είχε δεθεί μ’ αυτή την καρποφόρα γη. Του άρεσε να στρέφει το βλέμμα του συχνά προς το νότο, με τη φαντασία του ν’ αγγίζει τη θάλασσα του Μαρμαρά και την αιώνια Πόλη• το κέντρο κάποτε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Έβαλε το κασκέτο του και πήρε μια ανάσα. Κοίταξε τους λευκούς λόφους• διακρίνονταν αχνά από το άνω μέρος της πόλης. Έμοιαζαν με ανθρώπους που άρχιζαν να κινούνται, καθώς ξεχώριζαν απ’ το σκοτάδι κι έσμιγαν με το φως.
«Αυτές είναι οι ελπίδες μου», σκέφτηκε.
Η μοίρα τού είχε γραμμένο να παλεύει όλη τη μέρα με αυτούς τους άσπρους σωρούς. Η Ανατολική Ρωμυλία όφειλε την αυτονομία της, κατά κύριο λόγο σ’ αυτό το φυσικό προϊόν, το αλάτι, με το οποίο την είχε προικίσει ο Θεός, το καλύτερο αλάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.*
Οι αλατόλοφοι έθρεφαν όλη την οικογένειά του, την κυρά Σμαράγδα, τον μικρό Νικολάκη, τη μικρή Μαρία κι ο Διαμάντης, παρόλο που γνώριζε πως ο ήλιος φέρνει μαζί του τη σκληρή μέρα και τους κόπους του, απολάμβανε το χάραμα παρατηρώντας σ’ όλη της την έκταση την αλατούχο λίμνη, που χωριζόταν από τη θάλασσα με μια στενή λωρίδα γης. Αυτή η λιμνοθάλασσα σχηματίστηκε κάποτε από τα θαλάσσια ρεύματα, καθώς παρέσυραν τεράστιες ποσότητες άμμου, ώστε να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα.
Το σπίτι του ήταν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στην αρχή της πόλης. Κάθε πρωί φορούσε το άσπρο του πουκάμισο, το μαύρο του φαρδύ παντελόνι, το γυρισμένο σε δίπλες κάτω από το γόνατο, και τα ξασπρισμένα δερμάτινα παπούτσια του. Έπαιρνε από την κρεμάστρα το μακρύ ζωνάρι -που είχε υφάνει η γυναίκα του στον αργαλειό-, και το έφερνε με επιμέλεια πολλές γυροβολιές γύρω από τη μέση του, μέχρι να δέσει τις άκρες του σε γερό κόμπο. Ύστερα, περνούσε τη φραγή* της αυλής κι έβγαινε να περπατήσει με λαχτάρα στους στενούς δρόμους. Κατεβαίνοντας προς τις αλυκές, περνούσε δίπλα από τους αμπελώνες του Παλιόκαστρου και τους ανεμόμυλους και θαύμαζε την ομορφιά τους.
Εκεί αναπολούσε τις μέρες που συμμετείχε σε μία ομάδα με τους πιο μεγαλόσωμους κατοίκους της πόλης, επιδιώκοντας την ενίσχυση της λιμνοθάλασσας, με την κατασκευή μιας δέσης, μήκους ενός χιλιομέτρου, μα τότε ήταν πολύ νέος, το ’λεγε η καρδιά και η ψυχή του. Όχι, πως δεν μπορούσε τώρα να ολοκληρώσει μ’ επιτυχία ανάλογες εργασίες που απαιτούσαν δυνατά χέρια και ατσάλινη θέληση. Άλλωστε, την προηγούμενη μέρα, είχε μεταφέρει στα κάρα αμέτρητα σακιά με φρέσκο αλάτι. Τα είχε παρατάξει σε σειρές κοντά στις ξύλινες μαρίνες, όπου έδεναν τα ιστιοφόρα περιμένοντας την πολύτιμη πραμάτεια με χαρά. Όταν θα τελείωνε το φόρτωμα, τα πλοία θ’ αναχωρούσαν κι όλοι οι γεροδεμένοι εργάτες θα πήγαιναν στις αλυκές να συνεχίσουν τον καθημερινό μόχθο τους. Τα τελευταία χρόνια, πολλά από εκείνα έγιναν καρυδότσουφλα και βυθίστηκαν στ’ ανοιχτά της Αγχιάλου από κακή εκτίμηση των καιρικών συνθηκών. Από τότε δύσκολα έπαιρναν οι καπεταναίοι άδεια απ’ τον λιμενάρχη, να πλεύσουν με δυνατό αέρα και ιδίως με τραμουντάνα.
Εκτός απ’ τις απότομες αλλαγές του καιρού, κάτι που φόβιζε τους ψαράδες ήταν οι αναρίθμητες παγίδες, που κρύβονταν στις ακτές της Αγχιάλου. Έτσι, τα πρωινά ψαροκάικα διακρίνονταν διστακτικά με τα μυτερά τους ιστία, γιατί έπρεπε να ελιχθούν πρώτα ανάμεσα στις ξέρες -που δημιουργήθηκαν απ’ τα βυθισμένα τείχη της παλιάς, Βυζαντινής πόλης-, και να ξεπεράσουν την ορμή του γρέκο-λεβάντες, προσεγγίζοντας τις φιλόξενες ακτές της πόλης. Οι περαστικοί στην παραλία σήκωναν τα καπέλα τους, να τα χαιρετήσουν με ικανοποίηση, γιατί αυτά έφερναν τον πλούτο της θάλασσας τους.
Ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος ήταν οι μήνες της σοδειάς κι η δουλειά απαιτούσε μεγάλες αντοχές απ’ τον ίδιο. Οι φλέβες ήταν έτοιμες να πεταχτούν έξω απ’ το δέρμα των μπράτσων του. Χειριζόταν με μαστοριά το «λαγούτο»• ένα εργαλείο που έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο κουτάλι. Το κρεμούσε σ’ ένα ικρίωμα που το έλεγαν «λαβουτίστρια». Το έπιαναν από τη λαβή δύο-τρία άτομα και βουτούσαν το μπροστινό του μέρος στον κεντρικό αγωγό και μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο άδειαζαν το νερό σε φραγμένες περιοχές με σανίδια, που τις ονόμαζαν «τηγάνια», κι αυτό γινόταν, γιατί η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλότερη από εκείνα.
Ήξερε τους ανέμους τόσο καλά, όσο οι ναυτικοί. Ο μικρός Νικολάκης αναρωτιόνταν για τη στεναχώρια του πατέρα του, όταν εκείνος έβλεπε τον λίβα να ζυγώνει τις ακτές. Σήκωνε το κεφάλι του βαρύθυμος τότε κι έλεγε ανόρεχτα: «Αλισάχνη».
«Τι σημαίνει Αλισάχνη, πατέρα;», ρωτούσε με απορία το παιδί, που νόμιζε πως ήταν κάποια θαλασσινή νεράιδα, που τις ιστορίες της του είχε διηγηθεί η μητέρα του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί φόβιζε τόσο πολύ τον πατέρα του.
«Αλισάχνη, απαντούσε χαμηλόφωνα εκείνος, είναι το πολύ λεπτό αλάτι».
Ώσπου συμπέρανε πως η διάθεση του Διαμάντη πήγαινε παράλληλα με τους ανέμους. Τον είδε και πάρα πολλές φορές ευτυχισμένο, να γελά ασταμάτητα και να του εξηγεί: «Πότε πουνέντες, πότε λεβάντες. Αυτή τη βδομάδα οι αλυκές θα δώσουν το καλύτερο αλάτι. Χονδρόκοκκο!» και γυρίζοντας προς τα κάτω το δείχτη του χεριού του, έδειχνε το ακριβές του μέγεθος.
Τον χειμώνα, τις μέρες που ο καιρός αγρίευε, ο Διαμάντης ξεκουραόταν στο ξύλινο ανώι του σπιτιού του κι έλεγε ιστορίες στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Προσπαθούσε να τους μεταδώσει όλο το απόσταγμα της σοφίας του κι εκείνοι τον εκτιμούσαν για την εργατικότητα και την εξυπνάδα του. Έπλαθε μύθους για το «άλας της γης». Αλλά ο μύθος λίγο απείχε απ’ την πραγματικότητα. Εξηγούσε με λεπτομέρειες την επεξεργασία του αλατιού.
Η γυναίκα του διαμαρτυρόταν:
«Ώχου… Τι τους τα λες αυτά, χρυσέ μου; Τα παιδιά θα σπουδάσουν τις επιστήμες στην Κωστάντζα ή στο Βουκουρέστι. Αυτά τα όνειρα δεν κάνουμε μια ζωή ολόκληρη εμείς, που μείναμε ξύλα απελέκητα; Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει η επόμενη μέρα!».
«Μα δε βλάπτει, γυναίκα, να γνωρίζουν λίγα χρήσιμα πράγματα για τη δουλειά μου», απαντούσε εκείνος και συνέχιζε: «Η μόρφωση αλμυρίζει τη ζωή, την κάνει πιο νόστιμη κι ελκυστική».
Η γυναίκα του τον παρατηρούσε ευγενικά, που συνήθιζε να μιλάει σαν επιστήμονας, αν και ήταν μπανταράκ’ς, δηλαδή απλός άνθρωπος του λαού. Τελικά είχε δίκαιο εκείνη, γιατί κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει το αύριο.
Ο Διαμάντης ταξίδευε με την οικογένειά του για πρώτη φορά πάνω σε καράβι, χτυπημένος απ’ το μαχαίρι της επώδυνης προσφυγιάς. Τι ειρωνεία της μοίρας, τώρα που άφηνε πίσω τις στάχτες της αγαπημένης του πόλης! Γεμάτος παράπονο, που έχανε τις αλυκές, έγραφε στο ημερολόγιό του ό,τι τον δίδαξε η φύση κι η ζωή:
«Μ’ αυτό τ’ άλας προίκ’σε ο Θεγός ντη πόλ’ μ’, μ’ αυτό τ’ άλας πάντρεψα ντη κόρη μ’, μ’ αυτό τ’ άλας σπούδασα ντο’ ιο μ’».**
Ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Έφτασε στα χείλια του. Το γεύτηκε• ήταν τόσο αλμυρό, λες κι είχε συγκεντρώσει μέσα του όλη την αλμύρα των αναρίθμητων τόνων «λευκού χρυσού», που είχαν περάσει απ’ τα ταλαιπωρημένα του χέρια. Ο γερασμένος πια άντρας άφησε το δάκρυ του να καταλήξει πάνω στο χαρτί, σαν επισφράγιση όλων των ονείρων που έχασε την προηγούμενη μέρα, στις 30 Ιουλίου του 1906, με το κάψιμο της πόλης απ’ τους Βούλγαρους.
Στην καινούργια του πατρίδα, γι’ αρκετά χρόνια συνήθιζε να κατεβαίνει με τα πόδια απ’ το ψηλότερο σημείο της πόλης μέχρι την παραλία και να παίρνει βαθιές ανάσες, νιώθοντας στο μέτωπό του ακόμη το δροσιστικό αεράκι του βορρά, που αναπαύεται στις πλαγιές του πανέμορφου Αίμου και της Ροδόπης. Τρόμαζε ακόμη, όταν ο λίβας πλησίαζε τις ακτές. Άλλοτε έβλεπες την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τότε μονολογούσε: «Πότε πουνέντες, πότε λεβάντες».
Με τη φαντασία του εξακολουθούσε να βλέπει καθημερινά τους παλιούς χιονάτους λόφους. Έμοιαζαν με ανθρώπους που τεντώνουν τα χέρια τους για να ξεμουδιάσουν απ’ τον νυχτερινό ύπνο, στην επαφή τους με το φως της αυγής. Αυτή τη φορά, μάλιστα, του χαμογελούσαν νοσταλγικά.
* Κατά τον Βάρναλη της Βαλκανικής.
* Φραγή: Φράχτης.
* Κουμούλες: Σωροί.
** «Με αυτό το αλάτι προίκισε ο Θεός την πόλη μου, με αυτό το αλάτι πάντρεψα την κόρη μου, με αυτό το αλάτι σπούδασα τον γιο μου». Μεταφορά στην κοινή από γλωσσικό ιδίωμα (ντοπιολαλιά) της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου.
** Σημαντικές πληροφορίες αντλήθηκαν, όσον αφορά το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα από το βιβλίο «αχελινά» / Αθήνα 1986 και όσον αφορά τις αλυκές από το ανάτυπο του επιστημονικού περιοδικού συγγράμματος «Θρακικά», με τίτλο: «Τ’ αμπέλια, οι αλυκές και το ψάρεμα στην Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας» / Τόμος έβδομος / Αθήνα 1991-92, και τα δύο πονήματα του συγγραφέα κ. Γιώργου Π. Διονυσίου.
Μια γυναίκα, μια Πατρίδα, μια κληρονομιά
Ξενοδοχείο «Η Ευρώπη», σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί, όπου φως και σκιά ξεκαθαρίζουν τα αληθινά τοπία. Ούτε καν μια μικρή ατέλεια. Όλα κρύβονται κάτω απ’ τη βαθιά πολυτέλεια. Εκατοντάδες μεγιστάνες περνούν από δω με τα ακριβά τους ρούχα και τα φθηνά τους λόγια. Πάντα εκείνο το στρυφνό, ψυχρό, εχθρικό βλέμμα που σε κάνει να κομπιάζεις. Ο αγώνας για το φιλοδώρημα είναι μια καθημερινή έγνοια, που σε προετοιμάζει να ρέπεις συνεχώς σε υποκλίσεις.
«Καλημέρα σας, καλησπέρα σας. Πώς περάσατε σήμερα, κύριε Υπουργέ;».
Με τον καιρό άρχισα να νιώθω πιο βολικά με αυτή τη φυλή των ανθρώπων, την επίπλαστη υιοθετώντας μια πιο προσποιητή εικόνα.
«Έχω να σας προτείνω ένα φανταστικό μενού, ειδικά αν νιώθετε ιδιαίτερα κουρασμένος!».
Το χαμόγελο γλυκαίνει περισσότερο την υπόκλιση, την κάνει πιο υποφερτή.
Τ’ όνομά μου Αριστοτέλης -σερβιτόρος στο επάγγελμα- το οποίο κακόπεσε σε Τέλης για πιο εύκολη χρήση, προκειμένου ν’ αποφύγω τα πειράγματα και τα κωμικά ξεσπάσματα γι’ αυτή την ατυχή συνωνυμία με τον φιλόσοφο και τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο.
Ωστόσο, υπήρξαν κάποιοι που με σημάδεψαν με την προσωπικότητά τους. Ξεχώρισαν μέσα σε τόσους ανθρώπους και με τόσους περίτεχνους τρόπους. Τα τουριστικά επαγγέλματα είναι η μεγαλύτερη δεξαμενή εμπειριών, αν έχεις την έφεση να το εκμεταλλευτείς ή ταλέντο στην κολακεία για να αναρριχηθείς σε πιο επίδοξη θέση.
Το νησί, πόλος έλξης αλλοπρόσαλλων τουριστών, σου κόβει τη μιλιά με την ομορφιά του. Διαθέτει απίθανους ορμίσκους και φανταστικά ηλιοβασιλέματα. Τα σκάφη στη μαρίνα εντυπωσιάζουν με την πολυτέλειά τους. Ένα τοπίο όπου κάθε φροντίδα ατονεί κι η ξεγνοιασιά απλώνεται στα ηλιοκαμένα πρόσωπα σαν ασίγαστη επιθυμία.
Εγώ όμως, υπάρχω μες στον παράδοξο συρφετό της ποικιλίας έχοντας ανακαλύψει ένα μυστήριο να με κρατάει ζωντανό κι ασυγκράτητο. Εδώ και χρόνια διατηρώ ένα ημερολόγιο με τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες. Αναρίθμητες προσωπικότητες παλεύουν αενάως στη σκέψη μου, πριν ξεκαθαρίσουν ξαφνικά οι διαστάσεις τους. Η καταγραφή, μια διαδικασία, ένα ευφάνταστο κόλπο που αντισταθμίζει τη ρουτίνα με το μαγνητισμό της ιδιομορφίας, με τα πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά, τις πιο παράξενες κινήσεις, τις μεγαλύτερες ιδιοτροπίες πελατών, που ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στον ψυχισμό μου.
«Διαθέτεις απίθανο υλικό! Χάρη στην φιλοπεριέργεια που σε διακρίνει, κάνεις πιο ουσιαστικά βήματα στην αυτοτέλειά σου. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρέχεις νοηματική στήριξη στον βιοπορισμό σου, αντλώντας απ’ τη ζωή μεγάλη ευτυχία», μου είχε πει κάποτε ένας επίδοξος συγγραφέας.
Ανατρέχω συχνά στον κατάλογο με τα ονόματα, με τα στοιχεία, με τις πιο ωραίες εικόνες της ανάμνησης. Αποδρώ από τις αμήχανες ώρες, ενθουσιασμένος από τη συνοχή των στιγμών. Πάντα η ίδια μειλίχια αντίδραση σ’ όλες τις παράλογες απαιτήσεις: διατροφικές εκκεντρικότητες, πολιτικές κριτικές, που πρέπει να αντέχεις με υπομονή και να αποδέχεσαι.
Οι άνθρωποι του χρήματος και της αφθονίας σου ζητούν ό,τι πιο ασυνήθιστο μπορούν να διανοηθούν. Το κενό τους δεν καλύπτεται με κανένα γούστο. Κάποιοι βέβαια, ξεφεύγουν από τη θεωρία του αρπακτικού, γιατί δεν κυνηγούν τον πλούτο, αλλά αυτός τους κυνηγάει. Θαυματοποιοί της τύχης, εντελώς απρογραμμάτιστοι, ωστόσο επώνυμοι και πετυχημένοι. Όλοι έχουν κάτι να σου πουν, ειδικά αυτοί που έρχονται ξαφνικά και φεύγουν σαν κομήτες, περνώντας κάποιες μέρες ήσυχα και μόνοι.
Στον κατάλογο ένα μεγάλο κενό. Κάποια στερείται στοιχείων προσδιορισμού…Η πιο παράξενη παρουσία που με συνθλίβει με την τελειότητά της. Μια γυναίκα λιγομίλητη, επιβλητική και ταυτόχρονα αέρινη, συνδυασμός της τέλειας αντίθεσης σ’ ένα ομοιόμορφο σύνολο. Ποτέ δεν μπόρεσα να την ενθουσιάσω με την αλχημεία των τρόπων μου, να δημιουργήσω μία εύφλεκτη οικειότητα πέρα από τυπικότητες. Το πολύ-πολύ να εκτιμούσε την άψογη επαγγελματική μου στάση.
Αγνοούσε τελείως την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα εξωτερική μου εμφάνιση. Κορμί άπειρης δροσιάς, κρυμμένο σε μακριά φορέματα, μα κάτι στην έκφραση οδηγεί σε πόνο. Όψη αγέρωχη, μακριά μαλλιά, απέραντη γαλήνη που σε συνεπαίρνει! Κάτι αυθεντικό κι απέριττο ακτινοβολεί η μορφή της. Ο πιο σίγουρος δρόμος για τα όνειρα: ένα της βλέμμα, απομονωμένο να διασχίζει τη σιωπή. Ένας μορφασμός, μια λέξη που προσδοκάς ως αποκάλυψη. «Δεσποινίς Μαίρη», σαν τον αέρα άγνωστη, καμία νύξη, καμία πληροφορία, καθότι κλεισμένη στον εαυτό της κι απροσπέλαστη, δεν αφήνει κανέναν να διεισδύσει στον εσωτερικό της κόσμο. Εμφανίζεται πάντοτε την ίδια περίοδο, πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη. Ώσπου μια μέρα συνέβη το εξής απίθανο: η Μαίρη εντελώς ξαφνικά άλλαξε χαρακτήρα και συνήθειες, έκανε για πρώτη φορά εμφάνιση στην παραλία. Χωρίς μαγιό, άφησε κάτω τα ρούχα της κι όλος ο κόσμος γύρω της πελάγωσε, ο ανδρικός πληθυσμός τρελάθηκε. Πού πάει η σοβαρότητα κι η αξιοπρέπειά της; Καθόλου δεν την ενδιέφερε που προκαλούσε εκθέτοντας τη γύμνια της στο φιλοθεάμον κοινό. Το άσπρο, μαλακό της δέρμα παραδόθηκε απρόοπτα στον ήλιο! Μιλούσε σε όλους που την προσέγγιζαν, ώσπου κάποιοι καθιερώθηκαν μετά κόπων και βασάνων ως εραστές της. Όλοι ήθελαν να πάρουν μερίδιο απ’ το εξαίσιο αυτό πλάσμα, ακόμα και το αφεντικό της «Ευρώπης», που με τσάκωσε ν’ ανταποδίδω πονηρές ματιές στη Μαίρη.
Ωστόσο, απέφευγε συνεχώς τους εγχώριους: τα αρχαιοελληνικά αγάλματα, που πλάθονται μες στη σύγχρονη παλαίστρα• τα γυμναστήρια. Ούτε καν στους πιο ευφυείς, γνώστες των πραγμάτων ενέδιδε, λες και μολυσματικός ιός την είχε χτυπήσει, ν’ αποζητά σε ξένους τη στοργή και την ικανοποίηση. Αυτή η μεταστροφή της γυναίκας παραξένεψε τους πάντες, κι ακόμη τίποτα για την προέλευσή της. Ώσπου μια μέρα έσκασε η βόμβα!
Η Μαίρη κρατούσε από μεγάλη γενιά. Απόγονος της μεγάλης Λασκαρίνας Πινότση, της γνωστής ένδοξης Μπουμπουλίνας, Καπετάνισσας που πρόσφερε την περιουσία και τους γιους της στον αγώνα της απελευθέρωσης του Έθνους. Τη φαντάζομαι με περίσσιο θάρρος, να επιτίθεται στα κάστρα του Ναυπλίου, με αστραποβόλο βλέμμα, το χέρι έτοιμο στο θηκάρι. Οι αρετές του πιο γενναίου άνδρα μεταστοιχειωμένες σε μία γυναίκα, ενός λέοντα αγριεμένου με βαθιά γυναικεία φωνή, σπαρακτικής μάνας, που την πνίγει ο πόνος των παιδιών της για τον ξενικό ζυγό.
Από την άλλη, μία σύγχρονη εκδοχή της η Μαίρη, αντάρτισσα εκ φύσεως, ατρόμητη, δε φοβήθηκε να έρθει σε ρήξη με το οικογενειακό της περιβάλλον. Άτακτο παιδί αποτίναξε με μίσος όλη την αξιοπρέπεια του παρελθόντος, υποκύπτοντας σε εφήμερες απολαύσεις. Μήπως μια ξεπεσμένη μοίρα την υποβίβασε μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό των αλλόδοξων, των αλλόθρησκων, και των αλλόγλωσσων; Η Μαίρη πιεσμένη από το ηρωικό αλλά δυσβάσταχτο παρελθόν της, θα ’θελε ν’ ανοιχτεί σε νέες περιπέτειες, με άλλες ρυθμίσεις αυταπάρνησης, άλλα οράματα φωτεινά. Φήμες απλώθηκαν, πως τόσα χρόνια έκρυβε το αιθέριο της κορμί μ’ ένα τεράστιο τατουάζ στην πλάτη της• τη γαλανόλευκη σημαία.
Ξεθώριασε η ιδέα της Πατρίδας και του Έθνους κι η Μαίρη στέκει ωχρή μπροστά στον κίνδυνο του εκφυλισμού απ’ τους πολυπληθείς Ευρωπαίους εραστές, θαμώνες του πολυτελούς ξενοδοχείου «Η Ευρώπη». Αφυδατωμένη από ευγένεια κι εκλεπτυσμένους τρόπους, αντιμετώπισε την εθνική της μοναξιά με την ασυδοσία.
Η Μαίρη εκείνη την αποφράδα μέρα της αλλαγής της, έχασε αρκετά εκατομμύρια ευρώ στο Χρηματιστήριο των Αξιών, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, την παράδοση κι έτσι αλάφρωσε η σημασία της. Αχαλίνωτη, με τη χαύνωση και τη μέθη της απελευθέρωσης απ’ το στενό κλοιό της Πατρίδας, αρνήθηκε την ιερή της ταυτότητα, για ν’ αποδράσει απ’ τα σύνορα, ν’ ανοιχτεί στο αβέβαιο πέλαγος των Ευρωπαϊκών σαλονιών.
Προσπαθώ να τη συνεφέρω, να της πω έναν ενθαρρυντικό λόγο, πως η ζωή δεν είναι έτσι αλλά αλλιώς! Με κατηγορεί οπισθοδρομικό και πατριδοκάπηλο.
«Μιλάς για πράγματα που δεν πρέπει να μιλάς. Δε βλέπεις γύρω σου με την κοντόφθαλμη ηθική σου. Ο κόσμος αλλάζει…!».
Άχαρη εξέλιξη. Μου επιτίθεται και τα νύχια της με πληγώνουν. Εντελώς ασυγκράτητη ξεστομίζει βρισιές:
«Υπερφίαλε, Μεγαλοϊδεάτη, σπασίκλα των ατελείωτων εθνικών συνόρων. Με βασανίζεις με τις ανοησίες σου, με το εθνικόφρον σου μένος. Παρ’ το απόφαση, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω!».
Μεταχειρίζομαι το κίνητρο της προγονικής καταγωγής:
«Στη μνήμη της θαλασσινής Κυράς, της χαμένης Μπουμπουλίνας, αξίζεις μία επαναφορά».
«Άτιμε εθνεγέρτη…ταράζεις τον ύπνο μου… Πας να με ρίξεις!».
Η Μαίρη εκμαυλισμένη, με ψυχή πληγωμένη μέσα στη διαφθορά. Πιστή αναπαράσταση της ιστορίας της Ελλάδας, που μέσα της κοχλάζουν ήρωες και προδότες, αδιάφοροι ατομιστές.
«Μέσα απ’ την αλληλεπίδραση των πολιτισμών, θα αποδείξω την αυτοδυναμία μου», φωνάζει μετανιωμένη.
Τα μάτια της αρχίζουν να γεμίζουν ποθούμενα ιδανικά.
«Ελεύθερη θα αποκαταστήσω τα λάθη της ιστορίας, όταν καταφέρω να ξεφύγω από την καταπιεστική αγκαλιά των εραστών μου, που μου διοχετεύουν πρωτόγονα ήθη».
Πολλά σημάδια στο σώμα της Χώρας, της Ιστορίας. Χάσαμε την ακεραιότητά μας, αλλοιώσαμε τη φύση μας. Κι ώσπου να συνέλθει η Μαίρη και να παραδοθεί άνευ όρων στις πεποιθήσεις μου, θα προσφέρω πάντα φαγητό σε πλούσιους, στο πολυτελή ξενοδοχείο «Η Ευρώπη». Κι εκείνη θα μεσιτεύει το θάνατο της ύπαρξής μας, βυθίζοντας το μαχαίρι πιο βαθιά.
Οι απατημένοι, όμως συνέρχονται…
Η φάρσα του ράφτη
Καθόταν στο κρεβάτι με γερμένους τους ώμους του κι η ανάσα του ήταν αργόσυρτη και βαριά. Το βλέμμα του τρυπούσε -θα έλεγες- τον τοίχο του δωματίου. Ακίνητο σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, έβγαινε μέσα από δύο μεγάλα μάτια που έμοιαζαν με σκοτεινές και βαθιές λίμνες, όπου στην επιφάνειά τους καθρεφτίζονταν ο χειμώνας της ψυχής.
Η καρδιά του ήθελε να φτερουγίσει σε όνειρα, σε τοπία υπέροχα αλλά η ζωή -αποδείχτηκε- πως είχε θρέψει μάταιες προσδοκίες μες τον νου του παιδιού. Την εποχή που ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα και να βαδίσει περήφανος στους δρόμους της πόλης, στους δρόμους όλης της Ελλάδας, να που ήρθε η ξαφνική «κατραπακιά»• ένα δυνατό χαστούκι κι έπεσε απ’ την κορυφή κάτω στα «βράχια», για να γίνουν χίλια κομμάτια η ψυχή, τα όνειρα κι οι ελπίδες του!
Ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, έξαλλος από αγανάκτηση, σκόρπισε λόγια• τσουχτερά, επιθετικά, γυαλιά που έκοβαν επικίνδυνα το προσποιητά λυπημένο πρόσωπο του αφεντικού του όταν του ανακοίνωνε την απόλυσή του απ’ την εργασία. Ο μορφασμός εκείνου του αρπαχτικού και άδικου τέρατος -έτσι τον παρομοίαζε- έσταζε δηλητήριο στον εσωτερικό κόσμο του νέου ανθρώπου, ο οποίος έβγαλε όλη του την επιθετικότητά για ν’ αντιμετωπίσει την οφθαλμοφανή υποκρισία, παραμερίζοντας τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς!
«Είστε αχάριστος και ανελέητος! Παρόλη την αφοσίωση που επέδειξα όσα χρόνια εργάστηκα στη βιοτεχνία σας, με μεγάλη ευκολία με απολύετε… λες και δικαιούστε να κάνετε κάτι τέτοιο! Αλήθεια, σας έχει μείνει κάποιο ίχνος συνείδησης ώστε να υποστείτε τις συνέπειες της απόφασής σας; Σας πληροφορώ ότι πριν με διώξετε εσείς, σας έχω εξορίσει προηγουμένως απ’ το είδος των ανθρώπων, τουτέστιν ειπείν ανήκετε στο είδος των ανδραπόδων!».
Στην ουσία, ο εργοδότης του Κωνσταντίνου ήθελε ν’ απαλλαγεί από το βάρος και την υποχρέωση να πληρώνει μισθούς στους υπαλλήλους του. Πρώτα άρχισε να μειώνει σταδιακά τις χρηματικές απολαβές τους και ύστερα αφού είδε ότι αυτή η τακτική δεν απέδιδε, αποφάσισε να κρατήσει μονάχα μερικούς από τους εργαζόμενους του, εφόσον η κατανάλωση των προϊόντων που παρήγαγε είχε περιοριστεί σημαντικά λόγω της οικονομικής κρίσης. Χωρίς να ζυγιάζει όμως τις ικανότητες των υπαλλήλων του, χωρίς καμία ένδειξη συναισθηματικότητας, ανακοίνωνε σκληρά την απόλυση στον ένα μετά τον άλλον, εξηγώντας ότι θεωρούσε τον εαυτό του θύμα της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος έφερνε διαρκώς στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή και τα πόδια του κόβονταν στο άκουσμα της λέξης «απολύεσαι», ενώ το πρόσωπό του χλόμιαζε και πάγωνε. Η τραγωδία έπληξε αδικαιολόγητα τη μέχρι τότε εύρυθμη ζωή του, γιατί η παραγωγικότητά του υπήρξε αξιοθαύμαστη, η εντιμότητά του χαρακτηριστική και η ευσυνειδησία του μεγαλειώδης! Η κομψότητά του ντυσίματος του αποδείκνυε με τον καλύτερο τρόπο του λόγου το αληθές, ότι αυτός ο λεπτεπίλεπτος άντρας δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα ένας αξιόλογος κατασκευαστής ρούχων. Όλα τα φερσίματα του είχαν μία ξεχωριστή προσωπική σφραγίδα. Τα δάχτυλά του ήταν μακριά και λεπτά, σαν δάχτυλα ζωγράφου που έπιαναν τα πινέλα και χόρευαν με τα χρώματα πάνω στην παλέτα. Εκείνος πάλευε με τα σχέδια, τις κλωστές, τα υφάσματα και τις ραφές, προσπαθώντας να ταιριάξει ανόμοια κομμάτια, ώστε ένα σακάκι και ένα παντελόνι να πάρει την τελική μορφή του στα προκαθορισμένα μέτρα, στις συνηθισμένες διαστάσεις ενός ανθρώπου και σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας!
Τις περισσότερες φορές, ο νεαρός ράφτης θαύμαζε τα ολοκληρωμένα δημιουργήματά του και καλοτύχιζε τους ανθρώπους που θα ευπρέπιζαν την εξωτερική τους εμφάνιση μ’ αυτά. Συχνά σκεφτόταν πως η δουλειά του πρόσφερε το τέλειο άλλοθι, κάλυπτε ψεγάδια και τεράστια ελαττώματα ανθρώπων που δεν είχαν τίποτα μέσα τους, ούτε καρδιά και αισθήματα, βάλτος τα πάντα γύρω τους, να βουλιάζει ο καθένας που σχετίζεται μαζί τους! Βρωμίζουν οι συνειδήσεις όταν οι άνθρωποι με τα κουστούμια και τις γραβάτες είναι ικανοί για τις μεγαλύτερες κομπίνες στον κόσμο!
«Δηλαδή, όλ’ αυτά τα χρόνια σκέπαζα την ηλιθιότητα μικρών και μεγάλων, την ασχήμια τους, τις βρωμιές τους. Έκρυβα το αρπαχτικό τους βλέμμα και τα δόλια σχέδια μέσα τους» σκέφτηκε περίλυπος ο Κοσμόπουλος και συνέχισε: «Με τη δική μου συγκατάθεση και την ιδιαίτερη αισθητική μου άφηνα τους «ψαλιδόκολους» της σύγχρονης εποχής, κάθε λογής τιποτένιους και διεφθαρμένους πολιτικούς, αχόρταγους βιομηχάνους και τραπεζίτες να χρεώνουν καθημερινά τα όνειρα των λαών».
«Τι κατάντια Θεέ μου!» έλεγε και ξανάλεγε στην Ερασμία που τον κοιτούσε αποσβολωμένη, νιώθοντας ότι μέσα στο στήθος του κόχλαζε ένα καυτό μίσος.
Η κοπέλα προσπαθούσε καθημερινά να του μετριάζει τα ανυπόφορα αισθήματα που του μαδούσαν σαν μαργαρίτα την ψυχή. Εκείνος ξεκινούσε πάλι το γνωστό κατεβατό των λέξεων:
«Να πολεμάς με διάφορα «στοιχειά» μέρα-νύχτα, να γκρεμίζεις συνεχώς εμπόδια ορθώνοντας το παράστημά σου, διεκδικώντας μία σημαντική θέση στη ζωή και κάποιοι να σε «πετάνε» σαν σκουπίδι στον κάδο, χωρίς να σκέφτονται τι μεγάλο κακό προκαλούν σε σένα και σ’ όλη την κοινωνία. Μόχθησες αρκετά και αντί να δεις απέναντί σου έναν ήλιο όπως το αξίζεις, βλέπεις μόνο σκοτάδι και την ελπίδα σαν μία μικρή φευγαλέα λάμψη που φεύγει και δεν προλαβαίνεις να την πιάσεις».
Ο ράφτης μετατράπηκε από ευγενικό και καλόβολο άνθρωπο σε δύστροπο και γκρινιάρη.
«Αυτά λοιπόν έχω να πω, αγαπητή Ερασμία, για την υποκρισία της κοινωνίας μας… Βλέπω απέναντι στο πάρκο τα δέντρα και ζηλεύω την καλή τους μοίρα• δε λυγίζουν με τίποτα και δεν πέφτουν κάτω ό,τι κι αν συμβεί! Μέσα στην απέραντη μοναξιά τους διατηρούν την περηφάνια τους».
Εκείνη τον ρωτούσε με αγωνία: «Τι θα γίνει τελικά με μας Κωνσταντίνε; Μια ζωή έτσι αρραβωνιασμένοι θα είμαστε; Πότε θα φτάσουμε επιτέλους στον πολυπόθητο γάμο;».
Η απάντηση ερχόταν απότομα και ήταν εκρηχτική: «Από μικρό παιδί οι γονείς μου, μου έμαθαν ότι οι γοργόνες και οι νεράιδες παντρεύονται όσους έχουν τα υλικά εφόδια για να τις στηρίξουν. Γιατί λοιπόν εσύ να παρεκκλίνεις απ’ αυτόν τον κανόνα;».
Τέτοια προσβλητική «σφαλιάρα» είχε πολύ καιρό να «φάει» η Ερασμία που τον αγαπούσε και όμως καταλάβαινε ότι εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω πριν τη μεγάλη απόφαση. Κι έτσι οι πληγές τους αυξάνονταν με δαιμονιώδη ρυθμό, όπως ακριβώς και τα χρέη τους. Δεν πλήρωναν το ενοίκιο και κάποια μέρα δε «θα είχαν κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους» για να μπορούν να ονειρεύονται ακόμη…
Μέσα στο γενικό γκρέμισμα όλων των πνευματικών και των ηθικών αξιών, των αρχών ολόκληρης της κοινωνίας, ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος τόλμησε και έκανε κάτι εντελώς αντίθετο απ’ τον χαρακτήρα του για να εκτονώσει τα απωθημένα του:
Κατάφερε να παραβιάσει την κεντρική πόρτα της βιοτεχνίας που δούλευε απενεργοποιώντας μ’ επιτυχία τον συναγερμό. Μπήκε τη νύχτα κρυφά στους χώρους όπου εργαζόταν κάποτε, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Για μια στιγμή βούλιαξε στη θλίψη και στη νοσταλγία. Ο φακός στα χέρια του τρεμόπαιζε κι εκείνος τρόμαζε απ’ το σκοτάδι που έμοιαζε να παίρνει ανθρώπινες μορφές, έτοιμες να του επιτεθούν. Χάιδεψε με στοργή την καρέκλα όπου καθόταν σκυμμένος και προσηλωμένος τόσα χρόνια. Δάκρυσε όταν κοίταξε μια παλιά ραπτομηχανή «singer». Αφού συνήλθε απ’ το κλάμα, κατευθύνθηκε προς τον μεγάλο πάγκο και τα ράφια με τα χρωματιστά υφάσματα. Ένιωσε ότι αντίκριζε μπροστά του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο! Εδώ και καιρό απέφευγε να πάρει την απόφαση, μα μελετούσε προσεχτικά τις λεπτομέρειες του τολμήματός του. Πήρε τη χοντρή μεζούρα και άρχισε να μετράει με μάτια που έριχναν σπίθες γύρω του και μέτωπο που ίδρωνε σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση.
Ο άνθρωπός του δε θα έπρεπε να περνάει από μία συνηθισμένη πόρτα σπιτιού, χωρίς να σκύψει το κεφάλι του! Καθόρισε το ύψος του στα 3 μέτρα και 15 πόντους! Τελικά έκανε φίλο και σύμμαχο το σκοτάδι δουλεύοντας με περισσό πάθος και ακόρεστη διάθεση. Πριν το χάραμα έπρεπε να έχει τελειώσει το φιλόδοξο έργο του. Και να επιτέλους, μετά από μερικούς μετεωρισμούς στην επιλογή κάποιων σύγχρονων γραμμών, κατάφερε ν’ αναστήσει από τα σπλάχνα του και τους πόθους του την τέχνη του, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οποίας ήταν το γιγαντιαίο αυτό κουστούμι που κατασκεύασε!
Στάθηκε άπραγος αρκετά λεπτά για να θαυμάσει το δημιούργημά του, ζηλεύοντας τον γίγαντα που θα το φορούσε. Είχε χρησιμοποιήσει το καλύτερης ποιότητας ύφασμα που διέθετε η βιοτεχνία, πανάκριβα μανικετόκουμπα αλλά και ενισχυμένα φερμουάρ και ραφές, που θα επέτρεπαν στον γίγαντα να καθίσει άνετα σε μία καρέκλα και να περπατήσει μ’ ευελιξία. Σίγουρα, προοριζόταν για κάποιον μεγιστάνα του πλούτου ή για έναν που βρισκόταν στην κορυφή των πολιτικών αξιωμάτων.
Η επόμενη κίνησή του ήταν ν’ ανέβει στο γραφείο του πρώην αφεντικού του και ν’ απλώσει το γιγαντιαίο κουστούμι πάνω στο έπιπλο, εκεί όπου έβαζε καθημερινά τις υπογραφές του, στα χαρτιά που του παρέδιδαν οι παραγγελιοδόχοι. Ύστερα κάθισε και έγραψε ένα σημείωμα με καλλιγραφικούς χαρακτήρες γραμμάτων, αλλά με πίκρα και πόνο ψυχής:
«Όσο χρόνο εργαζόμουν ευσυνειδήτως κι εντίμως στην εργασία μου, δεν είχα τον απαραίτητο στη διάθεσή μου χρόνο για να καταλάβω ότι κάθε μέρα και κάθε στιγμή συναινούσα στις επικίνδυνες ενέργειες κάποιων ανέντιμων ανθρώπων κατά της συνοχής της κοινωνίας. Στόλιζα το ψέμα και τη σαπίλα όλου του κατασκευάσματος με τα ωραία μου, εντυπωσιακά κουστούμια.
Αν μπορέσετε, αγαπητέ κύριε, και βρείτε τον κατάλληλο άνθρωπο για να ταιριάξετε πάνω στο σώμα του αυτό το κουστούμι, τότε πράγματι θα με κάνετε να πιστέψω στην αγνότητα των προθέσεών σας, στην καλοσύνη σας, στην καρδιά και στην ψυχή σας.
Ειδάλλως, εκλάβετέ το ως ειρωνεία της μοίρας, σαν μια γενναία προσπάθεια αντίστασης στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Αφού σπανίζουν οι κύριοι, ποιος στ’ αλήθεια θα μπορούσε να φορέσει κουστούμι σήμερα; Αφού σπανίζουν οι «γίγαντες», με ποιον ακριβώς τρόπο θα μπορούσε ν’ αλλάξει η κοινωνία που καταρρέει;
Μετά τιμής
Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος,
ένας μετανοών ράφτης».
Η καρδιά του ήθελε να φτερουγίσει σε όνειρα, σε τοπία υπέροχα αλλά η ζωή -αποδείχτηκε- πως είχε θρέψει μάταιες προσδοκίες μες τον νου του παιδιού. Την εποχή που ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα και να βαδίσει περήφανος στους δρόμους της πόλης, στους δρόμους όλης της Ελλάδας, να που ήρθε η ξαφνική «κατραπακιά»• ένα δυνατό χαστούκι κι έπεσε απ’ την κορυφή κάτω στα «βράχια», για να γίνουν χίλια κομμάτια η ψυχή, τα όνειρα κι οι ελπίδες του!
Ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, έξαλλος από αγανάκτηση, σκόρπισε λόγια• τσουχτερά, επιθετικά, γυαλιά που έκοβαν επικίνδυνα το προσποιητά λυπημένο πρόσωπο του αφεντικού του όταν του ανακοίνωνε την απόλυσή του απ’ την εργασία. Ο μορφασμός εκείνου του αρπαχτικού και άδικου τέρατος -έτσι τον παρομοίαζε- έσταζε δηλητήριο στον εσωτερικό κόσμο του νέου ανθρώπου, ο οποίος έβγαλε όλη του την επιθετικότητά για ν’ αντιμετωπίσει την οφθαλμοφανή υποκρισία, παραμερίζοντας τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς!
«Είστε αχάριστος και ανελέητος! Παρόλη την αφοσίωση που επέδειξα όσα χρόνια εργάστηκα στη βιοτεχνία σας, με μεγάλη ευκολία με απολύετε… λες και δικαιούστε να κάνετε κάτι τέτοιο! Αλήθεια, σας έχει μείνει κάποιο ίχνος συνείδησης ώστε να υποστείτε τις συνέπειες της απόφασής σας; Σας πληροφορώ ότι πριν με διώξετε εσείς, σας έχω εξορίσει προηγουμένως απ’ το είδος των ανθρώπων, τουτέστιν ειπείν ανήκετε στο είδος των ανδραπόδων!».
Στην ουσία, ο εργοδότης του Κωνσταντίνου ήθελε ν’ απαλλαγεί από το βάρος και την υποχρέωση να πληρώνει μισθούς στους υπαλλήλους του. Πρώτα άρχισε να μειώνει σταδιακά τις χρηματικές απολαβές τους και ύστερα αφού είδε ότι αυτή η τακτική δεν απέδιδε, αποφάσισε να κρατήσει μονάχα μερικούς από τους εργαζόμενους του, εφόσον η κατανάλωση των προϊόντων που παρήγαγε είχε περιοριστεί σημαντικά λόγω της οικονομικής κρίσης. Χωρίς να ζυγιάζει όμως τις ικανότητες των υπαλλήλων του, χωρίς καμία ένδειξη συναισθηματικότητας, ανακοίνωνε σκληρά την απόλυση στον ένα μετά τον άλλον, εξηγώντας ότι θεωρούσε τον εαυτό του θύμα της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος έφερνε διαρκώς στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή και τα πόδια του κόβονταν στο άκουσμα της λέξης «απολύεσαι», ενώ το πρόσωπό του χλόμιαζε και πάγωνε. Η τραγωδία έπληξε αδικαιολόγητα τη μέχρι τότε εύρυθμη ζωή του, γιατί η παραγωγικότητά του υπήρξε αξιοθαύμαστη, η εντιμότητά του χαρακτηριστική και η ευσυνειδησία του μεγαλειώδης! Η κομψότητά του ντυσίματος του αποδείκνυε με τον καλύτερο τρόπο του λόγου το αληθές, ότι αυτός ο λεπτεπίλεπτος άντρας δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα ένας αξιόλογος κατασκευαστής ρούχων. Όλα τα φερσίματα του είχαν μία ξεχωριστή προσωπική σφραγίδα. Τα δάχτυλά του ήταν μακριά και λεπτά, σαν δάχτυλα ζωγράφου που έπιαναν τα πινέλα και χόρευαν με τα χρώματα πάνω στην παλέτα. Εκείνος πάλευε με τα σχέδια, τις κλωστές, τα υφάσματα και τις ραφές, προσπαθώντας να ταιριάξει ανόμοια κομμάτια, ώστε ένα σακάκι και ένα παντελόνι να πάρει την τελική μορφή του στα προκαθορισμένα μέτρα, στις συνηθισμένες διαστάσεις ενός ανθρώπου και σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας!
Τις περισσότερες φορές, ο νεαρός ράφτης θαύμαζε τα ολοκληρωμένα δημιουργήματά του και καλοτύχιζε τους ανθρώπους που θα ευπρέπιζαν την εξωτερική τους εμφάνιση μ’ αυτά. Συχνά σκεφτόταν πως η δουλειά του πρόσφερε το τέλειο άλλοθι, κάλυπτε ψεγάδια και τεράστια ελαττώματα ανθρώπων που δεν είχαν τίποτα μέσα τους, ούτε καρδιά και αισθήματα, βάλτος τα πάντα γύρω τους, να βουλιάζει ο καθένας που σχετίζεται μαζί τους! Βρωμίζουν οι συνειδήσεις όταν οι άνθρωποι με τα κουστούμια και τις γραβάτες είναι ικανοί για τις μεγαλύτερες κομπίνες στον κόσμο!
«Δηλαδή, όλ’ αυτά τα χρόνια σκέπαζα την ηλιθιότητα μικρών και μεγάλων, την ασχήμια τους, τις βρωμιές τους. Έκρυβα το αρπαχτικό τους βλέμμα και τα δόλια σχέδια μέσα τους» σκέφτηκε περίλυπος ο Κοσμόπουλος και συνέχισε: «Με τη δική μου συγκατάθεση και την ιδιαίτερη αισθητική μου άφηνα τους «ψαλιδόκολους» της σύγχρονης εποχής, κάθε λογής τιποτένιους και διεφθαρμένους πολιτικούς, αχόρταγους βιομηχάνους και τραπεζίτες να χρεώνουν καθημερινά τα όνειρα των λαών».
«Τι κατάντια Θεέ μου!» έλεγε και ξανάλεγε στην Ερασμία που τον κοιτούσε αποσβολωμένη, νιώθοντας ότι μέσα στο στήθος του κόχλαζε ένα καυτό μίσος.
Η κοπέλα προσπαθούσε καθημερινά να του μετριάζει τα ανυπόφορα αισθήματα που του μαδούσαν σαν μαργαρίτα την ψυχή. Εκείνος ξεκινούσε πάλι το γνωστό κατεβατό των λέξεων:
«Να πολεμάς με διάφορα «στοιχειά» μέρα-νύχτα, να γκρεμίζεις συνεχώς εμπόδια ορθώνοντας το παράστημά σου, διεκδικώντας μία σημαντική θέση στη ζωή και κάποιοι να σε «πετάνε» σαν σκουπίδι στον κάδο, χωρίς να σκέφτονται τι μεγάλο κακό προκαλούν σε σένα και σ’ όλη την κοινωνία. Μόχθησες αρκετά και αντί να δεις απέναντί σου έναν ήλιο όπως το αξίζεις, βλέπεις μόνο σκοτάδι και την ελπίδα σαν μία μικρή φευγαλέα λάμψη που φεύγει και δεν προλαβαίνεις να την πιάσεις».
Ο ράφτης μετατράπηκε από ευγενικό και καλόβολο άνθρωπο σε δύστροπο και γκρινιάρη.
«Αυτά λοιπόν έχω να πω, αγαπητή Ερασμία, για την υποκρισία της κοινωνίας μας… Βλέπω απέναντι στο πάρκο τα δέντρα και ζηλεύω την καλή τους μοίρα• δε λυγίζουν με τίποτα και δεν πέφτουν κάτω ό,τι κι αν συμβεί! Μέσα στην απέραντη μοναξιά τους διατηρούν την περηφάνια τους».
Εκείνη τον ρωτούσε με αγωνία: «Τι θα γίνει τελικά με μας Κωνσταντίνε; Μια ζωή έτσι αρραβωνιασμένοι θα είμαστε; Πότε θα φτάσουμε επιτέλους στον πολυπόθητο γάμο;».
Η απάντηση ερχόταν απότομα και ήταν εκρηχτική: «Από μικρό παιδί οι γονείς μου, μου έμαθαν ότι οι γοργόνες και οι νεράιδες παντρεύονται όσους έχουν τα υλικά εφόδια για να τις στηρίξουν. Γιατί λοιπόν εσύ να παρεκκλίνεις απ’ αυτόν τον κανόνα;».
Τέτοια προσβλητική «σφαλιάρα» είχε πολύ καιρό να «φάει» η Ερασμία που τον αγαπούσε και όμως καταλάβαινε ότι εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω πριν τη μεγάλη απόφαση. Κι έτσι οι πληγές τους αυξάνονταν με δαιμονιώδη ρυθμό, όπως ακριβώς και τα χρέη τους. Δεν πλήρωναν το ενοίκιο και κάποια μέρα δε «θα είχαν κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους» για να μπορούν να ονειρεύονται ακόμη…
Μέσα στο γενικό γκρέμισμα όλων των πνευματικών και των ηθικών αξιών, των αρχών ολόκληρης της κοινωνίας, ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος τόλμησε και έκανε κάτι εντελώς αντίθετο απ’ τον χαρακτήρα του για να εκτονώσει τα απωθημένα του:
Κατάφερε να παραβιάσει την κεντρική πόρτα της βιοτεχνίας που δούλευε απενεργοποιώντας μ’ επιτυχία τον συναγερμό. Μπήκε τη νύχτα κρυφά στους χώρους όπου εργαζόταν κάποτε, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Για μια στιγμή βούλιαξε στη θλίψη και στη νοσταλγία. Ο φακός στα χέρια του τρεμόπαιζε κι εκείνος τρόμαζε απ’ το σκοτάδι που έμοιαζε να παίρνει ανθρώπινες μορφές, έτοιμες να του επιτεθούν. Χάιδεψε με στοργή την καρέκλα όπου καθόταν σκυμμένος και προσηλωμένος τόσα χρόνια. Δάκρυσε όταν κοίταξε μια παλιά ραπτομηχανή «singer». Αφού συνήλθε απ’ το κλάμα, κατευθύνθηκε προς τον μεγάλο πάγκο και τα ράφια με τα χρωματιστά υφάσματα. Ένιωσε ότι αντίκριζε μπροστά του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο! Εδώ και καιρό απέφευγε να πάρει την απόφαση, μα μελετούσε προσεχτικά τις λεπτομέρειες του τολμήματός του. Πήρε τη χοντρή μεζούρα και άρχισε να μετράει με μάτια που έριχναν σπίθες γύρω του και μέτωπο που ίδρωνε σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση.
Ο άνθρωπός του δε θα έπρεπε να περνάει από μία συνηθισμένη πόρτα σπιτιού, χωρίς να σκύψει το κεφάλι του! Καθόρισε το ύψος του στα 3 μέτρα και 15 πόντους! Τελικά έκανε φίλο και σύμμαχο το σκοτάδι δουλεύοντας με περισσό πάθος και ακόρεστη διάθεση. Πριν το χάραμα έπρεπε να έχει τελειώσει το φιλόδοξο έργο του. Και να επιτέλους, μετά από μερικούς μετεωρισμούς στην επιλογή κάποιων σύγχρονων γραμμών, κατάφερε ν’ αναστήσει από τα σπλάχνα του και τους πόθους του την τέχνη του, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οποίας ήταν το γιγαντιαίο αυτό κουστούμι που κατασκεύασε!
Στάθηκε άπραγος αρκετά λεπτά για να θαυμάσει το δημιούργημά του, ζηλεύοντας τον γίγαντα που θα το φορούσε. Είχε χρησιμοποιήσει το καλύτερης ποιότητας ύφασμα που διέθετε η βιοτεχνία, πανάκριβα μανικετόκουμπα αλλά και ενισχυμένα φερμουάρ και ραφές, που θα επέτρεπαν στον γίγαντα να καθίσει άνετα σε μία καρέκλα και να περπατήσει μ’ ευελιξία. Σίγουρα, προοριζόταν για κάποιον μεγιστάνα του πλούτου ή για έναν που βρισκόταν στην κορυφή των πολιτικών αξιωμάτων.
Η επόμενη κίνησή του ήταν ν’ ανέβει στο γραφείο του πρώην αφεντικού του και ν’ απλώσει το γιγαντιαίο κουστούμι πάνω στο έπιπλο, εκεί όπου έβαζε καθημερινά τις υπογραφές του, στα χαρτιά που του παρέδιδαν οι παραγγελιοδόχοι. Ύστερα κάθισε και έγραψε ένα σημείωμα με καλλιγραφικούς χαρακτήρες γραμμάτων, αλλά με πίκρα και πόνο ψυχής:
«Όσο χρόνο εργαζόμουν ευσυνειδήτως κι εντίμως στην εργασία μου, δεν είχα τον απαραίτητο στη διάθεσή μου χρόνο για να καταλάβω ότι κάθε μέρα και κάθε στιγμή συναινούσα στις επικίνδυνες ενέργειες κάποιων ανέντιμων ανθρώπων κατά της συνοχής της κοινωνίας. Στόλιζα το ψέμα και τη σαπίλα όλου του κατασκευάσματος με τα ωραία μου, εντυπωσιακά κουστούμια.
Αν μπορέσετε, αγαπητέ κύριε, και βρείτε τον κατάλληλο άνθρωπο για να ταιριάξετε πάνω στο σώμα του αυτό το κουστούμι, τότε πράγματι θα με κάνετε να πιστέψω στην αγνότητα των προθέσεών σας, στην καλοσύνη σας, στην καρδιά και στην ψυχή σας.
Ειδάλλως, εκλάβετέ το ως ειρωνεία της μοίρας, σαν μια γενναία προσπάθεια αντίστασης στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Αφού σπανίζουν οι κύριοι, ποιος στ’ αλήθεια θα μπορούσε να φορέσει κουστούμι σήμερα; Αφού σπανίζουν οι «γίγαντες», με ποιον ακριβώς τρόπο θα μπορούσε ν’ αλλάξει η κοινωνία που καταρρέει;
Μετά τιμής
Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος,
ένας μετανοών ράφτης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου